,

Για εκείνη που ποτέ δεν ήρθε…

Εκείνον τον Μάρτη, περπατώντας την οδό μιας ξεχασμένης γειτονιάς, βρήκα ένα μικρό καπηλειό και μπήκα μέσα. Είχε λίγες παρέες… Κάνα δύο μπαρμπάδες έπιναν ρετσίνα. Ο σερβιτόρος έκοβε βόλτες κοιτώντας το ρολόι και προσμένοντας να σχολάσει. Κάνα δύο άντρες ώριμοι έπαιζαν χαρτιά και σε μια γωνιά καθόταν ένας τύπος με σκούρα καμπαρντίνα, κάπνιζε τσιγάρο κι έπινε κόκκινο κρασί.

Πήγα προς το μέρος του και του ζήτησα αν μπορούσα να καθίσω στο τραπέζι του. Σήκωσε το βλέμμα του και μου έγνεψε καταφατικά. Ο σερβιτόρος μου έφερε ένα κόκκινο κρασί. Ο τύπος με την καμπαρντίνα έβγαλε ένα τσιγάρο από το κουτί να μου το προσφέρει. Το πήρα, μου έδωσε φωτιά και ξεκίνησε να μου λέει την ιστορία του…

Αγαπούσε πολύ μια γυναίκα. Πέρασε πολλά για εκείνη, κάτι που ποτέ δεν του αναγνώρισε. Μιλήσαμε αρκετά χωρίς να γνωριστούμε. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος του καπηλειού, μας είπε να φύγουμε γιατί ήθελε να κλείσει. Έτσι λοιπόν πήραμε κάτι για τον δρόμο και συνεχίσαμε την κουβέντα.

Πονούσε τόσο πολύ που σχεδόν δάκρυσε… Την περίμενε κάθε μέρα στο ίδιο σημείο να έρθει, όπως ερχόταν πάντα. Η αγάπη του για την γυναίκα αυτή ξεπερνούσε τα όρια της λογικής. Αυτή τον οδήγησε εκεί στο καπηλειό να πίνει. Μόνος… Είχαν χρόνια να βρεθούν, όμως αυτός την περίμενε ακόμα.

Αυτός ο στοιχειωμένος έρωτας, έτρωγε τη σάρκα του νύχτα – μέρα, χρόνια τώρα… Αυτός λοιπόν τον σκότωσε το ξημέρωμα στην αγκαλιά μου, εκείνον τον παγερό Μάρτη.

Χρυσάνθη Σ.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading