Η μάσκαρα δεν πατάει καλά

Στέκει μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου. Πίσω του, μέσα από την αντανάκλαση βλέπει την Σοφία. Φοράει ένα πράσινο φόρεμα με ωραίο κόψιμο στο μπούστο, στενό που φτάνει ως κάτω από το γόνατο, έχει τα μαλλιά της μαζεμένα σε κότσο  και προσπαθεί να βάλει τις γόβες της.

«Είσαι όμορφη», της λέει. «Σήμερα είσαι πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά.»

Εκείνη τον κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη.

«Ναι;»

Χαμογελάει.

«Ναι.»

Καθώς τον προσπερνάει, το κουδούνι χτυπάει, ακούγονται φωνές, τον χαϊδεύει στην πλάτη, «μην αργήσεις, καλέ μου» του λέει και κάνει να φύγει.

Στην πόρτα του δωματίου γυρίζει ξανά πίσω και τον πλησιάζει με ανοιχτά χέρια.

«Κράτα με λίγο», το κουδούνι χτυπάει ξανά, τρυπώνει στην αγκαλιά του, η γραβάτα κρέμεται άχαρα, λυμένη γύρω από τον λαιμό του, την νοιώθει να αναστενάζει. «Το φανταζόσουν; Το φαντάστηκες ποτέ;»

«Κάποτε, για μια στιγμή, όχι σοβαρά», της απαντάει. «Όχι.»

«Φεύγω πριν κλάψω», ανοίγει την πόρτα ο Μηνάς, καλώς τους, φωνάζει, «θα χαλάσει το μακιγιάζ».

Φεύγει.

«Πάντως, είσαι όμορφη», λέει αλλά έχει ήδη φύγει, δεν τον ακούει.

Καλώς μας ήρθατε, περάστε, ναι, ναι, από δω, έχει λικέρ στο τραπέζι και γλυκά, καφεδάκι; Σε λίγο θα πάμε μέσα, δύο φίλες περιμένουμε ακόμα.

Γυρίζει στον καθρέφτη, πιάνει την άκρη της γραβάτας και φτιάχνει έναν διπλό κόμπο. Κοιτάζει τους λευκούς κροτάφους.

«Πως έγινες έτσι;»

Μέσα στο σκοτάδι ακούει κλάμα. Σηκώνεται με το κεφάλι βαρύ, περπατάει στον διάδρομο και φτάνει στην κούνια. Πως βρέθηκες εδώ; Δικό μου είσαι;

«Τι έπαθες μικρή μου; Έλα  ‘δω.»

Ισιώνει το σακάκι και ρίχνει μία τελευταία ματιά, οι φωνές έχουν απομακρυνθεί, τις ακούει πίσω από μία κλειστή πόρτα, όλα τα κορίτσια εδώ, θα γράψουμε τα ονόματα σε λίγο, άντε, ελάτε.

Την σηκώνει αγκαλιά, δεν λέει να σταματήσει, πεινάει και είναι μούσκεμα, την ξαπλώνει σε ένα λευκό σελτεδάκι και ξεκουμπώνει την φόρμα της, δεν ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει τι νοιώθει, τίποτα δεν ξέρει.

Βγαίνει στον διάδρομο, πάει στο δωμάτιο, κάνει να ανοίξει και τον αρπάζουν.

«Περίμενε, βρε Πολύκαρπε, δεν είναι έτοιμη» ακούει την Σοφία. Κλείνει την πόρτα, ανάβει τσιγάρο και κόβει βόλτες πάνω- κάτω.

«Να περιμένω» μονολογεί, ρουφάει καπνό και η στάχτη πέφτει με την κίνηση και του λερώνει την μανσέτα, δεν πειράζει, θα τον κρύψει με το σακάκι τον λεκέ.

Της φοράει φρέσκια πάνα και την πάει στην μητέρα της, την βλέπει να ψάχνει λαίμαργα την θηλή, να τρίβει τα χέρια της πάνω στο δέρμα και να κουρνιάζει μετά.

Κόσμος έρχεται, του δίνει το χέρι, χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι, κερνάει λικέρ και φοντάν, καπνίζει σαν τρελός και περιμένει.

Την κρατάει από το χέρι και την βοηθάει να σταθεί, δεν πατάει καλά αλλά δεν το βάζει κάτω, ούτε εκείνη, ούτε αυτός. Πέφτει, κλαίει, την βοηθάει να σηκωθεί, την κρατάει αγκαλιά, μπορείς, θα τα καταφέρεις.

«Έτοιμα όλα;»

«Όχι ακόμα, περίμενε λίγο!»

Κου και α, κα, κου και ι, κι, μπράβο αγάπη μου, εφτά και δύο, εννιά, ναι, η γη είναι σαν μεγάλη μπάλα.

«Να περιμένω», λέει και νοιώθει να θυμώνει.

Όχι, δεν μπορείς να πας στα goody’s, δεν με νοιάζει, ακούς; Ας είναι και όλο το σχολείο, είσαι πολύ μικρή για να πας μόνη, μπες στο αμάξι, θα σε πάω, γαμώτο, μπες, άσε τα νάζια και τα φιλιά, ό,τι θέλεις με κάνεις, εννιά η ώρα θα έρθω να σε πάρω, δεν ακούω λέξη, ούτε λεπτό παραπάνω, εννιάμιση ακριβώς.

«Άντε ρε κορίτσια, είπαμε να καθυστερήσουμε αλλά όχι κι έτσι!»

«Τώρα, τώρα, ένα λεπτό!»

Τι έχεις, τίποτα, πες μου, δεν έχω τίποτα, όμως είσαι σκεφτική, καλά είμαι ρε μπαμπά, καλά είμαι, μην κλαις ψυχή μου, έτσι είναι οι καρδιές, τα αγόρια δεν έχουν μυαλό, το ξέρω, θα περάσει.

Την βλέπει να ζητάει το φιλί, την βλέπει να χτενίζεται, να στολίζεται, να ανοίγει τα πόδια της, τον ενοχλεί η σκέψη, το ίδιο βράδυ την άκουγε όλη νύχτα να σιγοτραγουδάει, του άρεσε το τραγούδι της, ήταν εκείνο μιας γυναίκας.

Μην ξενυχτάς, να τρως καλά και να προσέχεις, ακούς; Να προσέχεις. Γεια σου, αγάπη μου, γεια σου.

Η πόρτα ανοίγει.

Ερχόταν και έφευγε μετά, άκου, φόρα ένα σκούρο σακάκι και πουκάμισο, απαλό μακιγιάζ και να είσαι ο εαυτός σου, σίγουρα θα σε πάρουν. Σε πήραν; Σοφία, την πήραν! Μπράβο καμάρι μου, έλα να φάμε μαζί, έλα το Σάββατο για καφέ, δεν μπορείς… Δεν πειράζει.

Τον κοιτάνε όλοι και χαμογελάνε, στο βάθος εκείνη λάμπει μέσα στα λευκά της.

Την πλησιάζει δειλά, το χέρι του τρέμει, στέκεται μια ανάσα μακριά.

Μπαμπά, χτύπησα… Θα περάσει.

Μπαμπά, πόνεσα…

Μπαμπά, φοβήθηκα…

Μπαμπά, πληγώθηκα…

«Μπαμπά;» του λέει και χαμογελάει.

Χαμογελάει και εκείνος.

«Ψυχή μου.»

Πάνω στο κρεβάτι είναι ακουμπισμένο το βέλο για εκείνον. Κοιτά πότε αυτό και πότε το κορίτσι.

Απλώνει το χέρι και πιάνει μία μικρή τούφα από τα μαλλιά της, δίπλα στον κρόταφο. Την τραβάει από τον κότσο.

«Τι κάνεις, βρε Πολύκαρπε!» ακούει την Σοφία.

Την ρίχνει ατίθαση δίπλα στα μάτια της. Η Ελπίδα ξέρει. Ο Πολύκαρπος ξέρει.

«Έτσι είναι καλύτερα. Κάτι πάνω σου ήταν πάντα ατίθασο. Κάτι πρέπει να είναι και τώρα.»

Εκείνη γελάει.

«Σ’ αγαπάω», του λέει. «Αχ, ρε μπαμπά…»

«Κι εγώ, μικρή μου. Πολύ», πίσω του ο Μηνάς κλαίει πρώτος, έπειτα η Σοφία. «Μην κλάψεις όμως, θα κατέβει η μάσκαρα.»

Πιάνει το βέλο και της το φοράει.

«Έλα να σε χορέψω».

Περνάει το χέρι του στην μέση της, εκείνη στον ώμο του, τώρα πια φτάνει στον ώμο του, τώρα δεν πατάει πάνω στα πόδια του για να χορέψουν, τον κοιτάζει όμως όπως και τότε, είναι ένα όμορφο βαλς, από εκείνα που χορεύεις σπάνια στην ζωή σου, ο κόσμος μικραίνει και χάνεται στο τέρμα του δρόμου του, εκεί ακριβώς, πριν την στροφή, είναι η δική της αρχή, με ένα χορό που της χαρίζει τώρα και που σε κάποιον και εκείνη θα χαρίσει.

«Μπαμπά μου;»

«Πες μου.»

«Σ’ ευχαριστώ.»

Τελειώνει ο χορός, πίνουν και γελάνε, μπαίνουν μαζί στο αμάξι, φτάνουν εκεί και περπατούν οι δυο τους στις μαρμάρινες σκάλες, στην κορυφή τους περιμένουν χαμόγελα, φωτεινά μάτια και καρδιοχτύπι, ο ήλιος πέφτει πάνω της, αστράφτει ολόκληρη κι εκείνος δίπλα της φωτίζεται από ό,τι  περισσεύει, είναι τέλεια σε όλα.

Μόνο που, ένα τσουλούφι χορεύει ατίθασα δίπλα στα μάτια της και η μάσκαρα δεν πατάει καλά, έχει κατέβει.

[Του Μιχάλη Κατράκη]
Ένα υπέροχο κείμενο, ευγενική προσφορά του Μιχάλη Κατράκη. Μία απ’ τις 49 ιστορίες του Πολύκαρπου, όπως θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΕΛΚΥΣΤΗΣ.

Τα σχετικά, εδώ:

www.facebook.com/michaliskatrakis/posts/632563573862624

 

Μία απάντηση στο “Η μάσκαρα δεν πατάει καλά”

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading