“Την είδες την κοπέλα εκεί πέρα στα βράχια;”
“Αυτή που όλοι φωνάζουν γοργόνα του βορρά;”
“Ναι αυτή, θα σου πω την ιστορία της…”
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό την Φλώρινας, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Μόλις βγήκε από την κοιλιά της μάνας του, όλοι έμειναν άφωνοι. Τα μάτια του είχαν μια έντονη πράσινη λάμψη, τους μάγεψε όλους με την ματιά τους η Σουζάνα. Είχε το πιο φωτεινό πράσινο χρώμα ματιών που έχει δει κανείς στον κόσμο.
Επειδή το χρώμα των ματιών της ήταν σπάνιο, έπρεπε να αποφεύγει τον ήλιο, γι’ αυτό συνέχεια φορούσε γυαλιά και κυκλοφορούσε πιο πολύ την νύχτα. Από μικρή τόσο όμορφη, μα βουτηγμένη μέσα στην μοναξιά της. Όταν μπορούσε να βγει να παίξει, όλος ο κόσμος κοιμόταν. Έτσι πήγαινε στο δάσος χωρίς να φοβάται και έπαιζε με τα δέντρα. Είχε δώσει ονόματα σε όλα, ήταν οι φίλοι της. Περνούσε όμορφα και κανένας δεν της έλεγε τίποτα για τα όμορφα μάτια της. Ήταν σαν να είχε μια κατάρα, όποιος την κοιτούσε για πολύ ώρα, έχανε την όρασή του.
Η Σουζάνα αν και στην αρχή στεναχωριόταν, μετά άρχισε να νιώθει όμορφα στο δάσος. Ήταν ο δικός της χώρος και εκεί δεν χρειαζόταν να φοράει γυαλιά. Λεπτή, μικροκαμωμένη, με κατακόκκινα μακριά ίσια μαλλιά, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την φύση, αφουγκραζόταν τα δέντρα και τα λουλούδια. Δεν μίλησε ποτέ στους γονείς της για αυτό, φοβόταν μην την περάσουν για τρελή και την κλειδώσουν στο υπόγειο. Ήδη ήταν σε δύσκολη θέση με το πρόβλημα των ματιών. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι λάθος είχαν κάνει, δεν είδαν ποτέ αυτή την σπάνια ομορφιά και δεν κατάλαβαν ποτέ την δύναμή της και το χάρισμα που είχε ακόμα πριν γεννηθεί. Αυτά τα πράσινα σμαραγδένια μάτια, ήταν αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό που την έκανε ιδιαίτερη.
Οι περισσότεροι στο χωριό νόμιζαν ότι ήταν σταλμένη από τον διάβολο. Κάθε βράδυ στο δάσος χόρευε σαν νεράιδα, σαν οπτασία και καθώς έκανε στροφές, γύρω της αστέρια μαζεύονταν. Αυτά τα πράσινα μάτια δεν γεννήθηκαν τυχαία, στην φύση ανήκαν και εκεί επέστρεψαν.
Η Σουζάνα άφησε τους γονείς της και έμεινε στο δάσος. Μόνο εκεί αποδεχόταν το διαφορετικό, μόνο εκεί ένιωθε σαν το σπίτι της. Αυτά τα δύο πράσινα μάτια είχαν την ικανότητα να προστατεύουν την φύση από την ανθρώπινη παρέμβαση σε άγονα μέρη. Αυτός ήταν ο σκοπός της γέννησής της, να κρατάει την ομορφιά της φύσης ζωντανή και να την φυλακίζει σε αυτά τα πράσινα μάτια.
Από δω και πέρα, οποίος την κοιτούσε, σαν υπνωτισμένος υπάκουε στα λόγια της, κακό να μην κάνει σε ό,τι δίνει οξυγόνο στην γη. Οξυγόνο που δύο μάτια πράσινα έδωσαν και έσωσαν ό,τι πιο σημαντικό σε όλο τον κόσμο. Με αγάπη και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κατάφερε να προστατέψει ό,τι πιο πολύτιμο δημιούργησε ο Θεός… την ομορφιά της φύσης, της παρθένας γης.
Άνδρεα Αρβανιτίδου
https://www.andreaarvanitidou.com/