Έλα μωρό μου, έλα εδώ κάτσε μαζί μου. Έλα.
Άναψε το τζάκι να γεμίσει η καρδιά μας ζέστη. Βάλε και κρασί να πιούμε, να τα πούμε σαν δυο καλοί φίλοι.
Κοίταξέ με στα μάτια. Κοίτα με.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που με γνώρισες. Το βλέπω στα μάτια σου, ούτε εσύ με αναγνωρίζεις πια.
Πέρασα πολλά.
Όμως προχώρησα.
Εσύ όμως πες μου για σένα…
Προχώρησε η ζωή σου; Εξελίχτηκε;
Τι σε βασανίζει τόσα χρόνια με εμένα;
Γιατί ρωτάς συνεχώς για το παρελθόν μου;
Με ήξερες; Σε ήξερα;
Τι σημασία έχει τι έκανα πριν από εσένα;
Αναγνώρισες ποτέ αυτό που έκανα για σένα;
Φοβήθηκες το μαζί μας και δεν το άντεξες. Άντε, αυτό να το δεχτώ. Γιατί όμως δεν απομακρύνεσαι από εμένα;
Σου αρέσω ακόμη έτσι;
Ξέρεις, δεν με ενοχλεί. Ίσως να μου αρέσει, γιατί έτσι ξέρω ότι κάτι σου έμεινε από μένα.
Δεν είναι κακό να είμαστε χώρια.
Ίσως αυτό μας εξιτάρει περισσότερο.
Ανακάτεψε τα ξύλα στην φωτιά. Πέρασε η ώρα. Πλησίασε κοντά μου και ξέντυσέ με.
Δες το σώμα μου πόσο έχει αλλάξει.
Έλα να κάνουμε έρωτα μέσα στην νύχτα. Εγώ κι εσύ.
Δεν μιλάς; Σιωπή μόνο κρατάς.
Εδώ μπροστά σου στέκομαι γυμνή.
Γυμνή με την αλήθεια μου για σένα.
Απόψε θα είναι είναι τελευταία μου νύχτα.
Η νύχτα που δεν θα έχει επιστροφή.
Αυτά του είπα κι ύστερα… ύστερα με φίλησε.
Με φίλησε με εκείνα τα χείλη του.
Με αγκάλιασε σφιχτά.
“Ούτε εγώ σε έχω ξεπεράσει” του είπα στο αυτί.
Όταν ξημέρωσε και ξύπνησα στο κρεβάτι, γύρισα να δω πού είσαι.
Έπινες καφέ;
Περίεργη σιωπή. Σε φώναξα όμως δεν με άκουσες.
Πόσο χαζή σκέφτηκα είσαι…
Πότε ήρθε για να είναι σήμερα εδώ;
Μόνο η φαντασία σου ήταν. Τίποτα άλλο.
“Τουλάχιστον εκεί ήσουν δικός μου” είπα δυνατά.
Σκούπισα τα δάκρυα μου, γύρισα πλευρό και από κοιμήθηκα ξανά.
Χρυσάνθη Σ.