Φοβάμαι όλους εκείνους τους τέλειους, τους άσπιλους, τους αμόλυντους, εκείνους τους ονειρικά πλασμένους. Φοβάμαι εκείνους τους αγγέλους με τα φανταχτερά φτερά γεμάτα στρας που λάμπουν όλη τη μέρα, αλλά και τη νύχτα. Με φοβίζει τόσο αυτή η λάμψη τους, δεν αντέχω το τόσο έντονο φως τους. Το τόσο καθάριο άσπρο τους με τυφλώνει. Τρομάζω με όλο εκείνο το σκοτάδι που επακολουθεί ή κρύβεται ήδη εντός τους, γεμάτα σκιές και χαμόσπιτα και κακοφωτισμένα σοκάκια.
Φοβάμαι εκείνα «τα ξέρω όλα» και εκείνη τη σιγουριά του «εγώ ποτέ». Η ζωή έχει άλλα σχέδια και σε φέρνει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπο με όλα αυτά που δηλώνεις με τόσο στόμφο. Όσα νομίζεις ότι ξέρεις και όσα γνωρίζεις, σε μια κατάλληλη στιγμή χάνονται στον αέρα, όσα πιστεύεις αναθεωρούνται.
Τους φοβάμαι όταν μοσχομυρίζουν τελειότητα και κανένα λάθος δεν τους πλησιάζει. Φοβάμαι εκείνο το μόνιμο χαμόγελο και την υπέρμετρη καλοσύνη, που με ευγένεια ξεχειλίζει.
Φοβάμαι το αψεγάδιαστο πρόσωπο χωρίς ρυτίδες, χωρίς ίχνος θαμπάδας και κούρασης. Φοβάμαι ότι το κενό που θέλουν να καλύψουν είναι τόσο μεγάλο, που δεν τολμώ να περάσω από δίπλα τους μην χρειαστεί να ασχοληθώ με τις ανασφάλειές τους. Φοβάμαι εκείνα τα ψέματα, τα καμουφλαρισμένα και τυλιγμένα με χρυσές κορδέλες και φανταχτερά περιτυλίγματα. Την κρυμμένη αλήθεια βαθιά θαμμένη στην καταχνιά.
Φοβάμαι όλους αυτούς που έχουν πάντα δίκιο, που τους φταίνε μονάχα οι άλλοι χωρίς κανένα μερίδιο ευθύνης να τους αναλογεί. Που πάντα κοιτάζουν την πάρτη τους και την καλοπέρασή τους χωρίς να υπολογίζουν τον πλησίον τους, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς καμία δεύτερη σκέψη.
Φοβάμαι όλα εκείνα τα δήθεν και τα καθώς πρέπει!
Μεγάλωσα πια.
Για το καλό μου… δεν τους φοβάμαι πια!
Απλά τους λυπάμαι!
Stella