Υπομονή, αντοχή, επιμονή, προσμονή, Ελπίδα, πίστη… λίγα από αυτά, με ένα κόμπο στο λαιμό να μου γίνεται βαρίδι. Ένας σταυρός για παρηγοριά, όχι χρυσός, μήτε αργυρός, για διαμαντένιος. Ένας ξύλινος σταυρός, με τα χέρια μου φτιαγμένος. Μέρες, ώρες πίκρας… νεκρή η ψυχή μου, με απάγκιο την λεπτή λάμα και το ακόνι. Τρένα περνούν, τα ακούω. Μα δεν σε περιμένω πια… Πρόδωσες τον εαυτό σου, το μεγαλείο της ζωής, τη γέννησή σου. Και έπειτα έχασες την πίστη σου, τα ιδανικά σου, τα πάτησες στο χώμα. Βούλιαξες τα φθηνά παπούτσια σου στη λάσπη. Σημάδια άφησες. Τα έσβησε η βροχή, κοντεύω να λιμάρω τις άκρες του.
Είναι από αυθεντικό τίμιο ξύλο, το διορθώνω απαλά, μην το πονέσω. Μία σκλήθρα μπαίνει στο δάχτυλό μου, μα συνεχίζω, έχει τη δική του αξία και ο πόνος, τη δική του ιστορία. Τη δική σου άξια την έχασες. Μια τέχνη είναι η πίστη, μία γλυκιά με στοχασμό τέχνη. Παραμερίζω τον ιδρώτα από το κούτελό μου. Το τρένο έφυγε ξανά. Φιλώ τον Σταυρό… Ίσως ζυγώσεις πριν την τελευταία ρανίδα του αίματός μου.
Ευαγγελία Αλιβιζάτου