Τα κλειδιά στην πόρτα. Το κεφάλι και τα μάτια προσηλωμένα στο γνωστό σημείο. Περιμένοντας να σε δω, όπως πάντα στη θέση σου και να σηκώνεσαι. Να έρχεσαι να με προϋπαντήσεις στην πόρτα. Να δεις τι κουβαλάω στις τσάντες. Αν σου έφερα κάτι. Αν θα μυρίσεις φαγητό, ίσως κάποια λιχουδιά. Δεν θα βγάλεις τη μουσούδα σου ούτε λεπτό από τις σακούλες, μέχρι να καταλάβεις τι έφερα πάλι απ’ έξω… Μα εσύ πουθενά. Αυτές οι εικόνες σαν όνειρο, σαν μακρινός εφιάλτης. Άφαντος. Το σπίτι άδειο. Η απουσία σου αισθητή. Κι όμως τίποτα, δεν πρόκειται να ξαναείναι ίδιο σε αυτό το χώρο. Σε αυτούς τους άδειους τοίχους που άφησες χωρίς την παρουσία σου. Σε αυτά τα μάρμαρα στο πάτωμα που σε περιμένουν να κυλιστείς. Μα εσύ πουθενά. Έφυγες αθόρυβα. Χωρίς να μας κουράσεις, χωρίς να βγάλεις άχνα.
Πέρασε κιόλας ένας μήνας από το φευγιό σου. Κι όμως, νιώθω ότι είσαι ακόμα εδώ. Έφυγες κι όμως νιώθω την παρουσία σου. Στιγμές που προσπαθώ να καταλάβω πώς πέρασε έτσι ο καιρός. Προσπαθώ να καταλάβω πώς ήταν η ζωή μου πριν σε γνωρίσω. Πώς ήταν η καθημερινότητά μου.
Άδεια χωρίς νόημα, χωρίς ουσία, χωρίς σκοπό. Πριν μπεις στην καρδιά μου, πριν χωθείς στην αγκαλιά μου, η ζωή μου ήταν άδεια. Με έκανες άνθρωπο, με έκανες να νιώσω τι θα πει αγάπη, τι θα πει ανιδιοτέλεια. Με έκανες να δω και να ζήσω την ταπεινότητα σε όλο της το μεγαλείο.
Ήσουν, είσαι και θα είσαι η αγαπούλα μου. Πρώτη φορά σε εσένα ξεστόμισα αυτή την τόση δα λεξούλα. Δεν την άξιζε κανείς. Μόνο εσύ. Με έκανες να ανοιχτώ. Με έκανες μαζί σου να παραδεχτώ την αγάπη. Δεν ζητούσες πολλά, παρά μόνο τα αυτονόητα. Εσύ όμως έδινες τα πάντα. Με κοιτούσες στα μάτια κι ένιωθα πως είχα όλο τον κόσμο!
Στεναχωριέμαι που δεν σου έδωσα αρκετά. Δεν σου έδωσα ό,τι λαχταρούσες. Ήσουν πάντα ανοιχτός για ό,τι κι αν συνέβαινε. Έτοιμος για κάθε βόλτα αν προέκυπτε. Δεν φώναζες, δεν έκλαιγες. Ίσως στην αρχή μόνο, που νόμιζες οικογενειακώς ότι σε αφήναμε μόνο σου, να έκλαιγες. Με το δίκιο σου. Πέρασες τόσα, αφού σε είχαν ταλαιπωρήσει στην προηγούμενη οικογένειά σου. Μα εμείς, ούτε καν διανοηθήκαμε ποτέ να σε παρατήσουμε.
Πολλές φορές μας ταλαιπωρούσαν τα καμώματα που έκανες άθελά σου. Μα τι να κάνεις, είχες μεγαλώσει πια. Ήσουν γεράκος κι αρρώστησες άσχημα. Ύπουλη η ασθένειά σου με τα τσιμπούρια. Να μην τυχαίνει σε κανένα αθώο πλασματάκι. Σήμα κατατεθέν οι τρίχες σου. Να μην μπορεί να είναι καθαρό ποτέ το σπίτι. Μα εσύ σε κάθε φωνή και καβγά ατάραχος. Να βάζεις κάτω το κεφάλι. Να έρχεσαι να χώνεσαι στα πόδια μου και να μην μιλάς. Παρά μόνο να με κοιτάς και να περιμένεις κάποια λιχουδιά να σου δώσω.
Ένας μεγαλόκαρδος γίγαντας ήσουν. Όλοι σε φοβόντουσαν, μα εσύ μόνο αγκαλιές και μυρωδιές είχες να μοιράσεις. Ένας κούκλος ερωτεύσιμος, λευκός καναδέζικος λυκόσκυλος. Μια γλυκιά ύπαρξη που πάντα θα μας λείπει. Ένα χαμόγελό σου, που μας διέλυε κάθε λύπη.
Σε κάθε γωνιά του σπιτιού, έχεις αφήσει το αποτύπωμά σου. Κάθε γωνιά που θα γυρίσω να κοιτάξω, θα πονάει η ψυχή μου. Πάντα θα σε θυμίζει το σπίτι, τα έπιπλα. Ειδικά το καναπεδάκι σου στο μπαλκόνι, να σε περιμένει να ξαπλώσεις τις γλυκιές νύχτες του χειμώνα, μα και τις ηλιόλουστες μέρες όλου του χρόνου. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όλος ο χρόνος πιστεύαμε ήταν για σένα.
Δεν περιμέναμε να μας άφηνες ποτέ. Πόσο ανόητοι ήμασταν οικογενειακώς. Πόσο ανόητη κι εγώ, που τα βράδια νομίζω ότι ακούω τους αναστεναγμούς σου, που νομίζω ότι είσαι εκεί στο μαξιλαράκι σου και ροχαλίζεις βλέποντας κάποιο όνειρο…
Ελπίζω από εκεί ψηλά να μας προσέχεις και να μας αγαπάς. Να μην σου λείπουν οι λιχουδιές σου και να κάνεις πολλές βόλτες με τις παρέες σου, βόλτες που στερήθηκες από εμάς. Αλλά τι να σε κάνουμε, όσο κύριος ήσουν στο σπίτι, τόσο αλάνι ήσουν στο δρόμο, αλλά πάντα σε αγαπάγαμε και αγόγγυστα σε βγάζαμε την καθημερινή σου βόλτα.
Αφιερωμένο στον Άλεξ της καρδιάς μας, στον γλυκό μας τύραννο!
Joanna Sou