Τα κολπάκια σου αλλού αγόρι μου… Εκεί που περνάνε. Γιατί ευτυχώς σε μένα δεν πιάνουν πλέον. Πέρασαν ανεπιστρεπτί εκείνες οι ηλεκτρισμένες μέρες που με έσπρωχνες μακριά σου, για να με τραβήξεις πάλι πίσω σαν μαριονέτα – τα ήξερες καλά αυτά τα παιχνίδια. Ήσουν σπεσιαλίστας στο να χειραγωγείς και να εκμεταλλεύεσαι τις αδυναμίες μου. Την αδυναμία που σου είχα.
Με έκανες να σε συμπονώ. Όλα ξεκινούσαν από τα δικά σου ‘’δεν είμαι καλά’’ και ‘’έχω προβλήματα’’ και κατέληγαν στον τοίχο που ύψωνες μεταξύ μας. Νόμιζα πως θα σε έκανα να νιώσεις καλύτερα, πως θα σε βοηθούσα να βρεις τον εαυτό σου. Αφελής που υπήρξα… Ακόμα με κατηγορώ για την ανοχή που έδειξα.
Όταν κρατούσα στάση σιγής για κάποιο διάστημα, ερχόταν η ώρα να δείξεις το γλυκό σου πρόσωπο. Εμφανιζόσουν μπροστά μου σε μέρη που ήξερες ότι θα με πετύχεις ή με έπαιρνες τηλέφωνο. Κι εγώ κυλούσα…
Μόνο την τελευταία φορά, όταν στέρεψα από κάθε ζωτική ενέργεια, έσφιξα τα δόντια κι έβαλα μπροστά τον εαυτό μου, έστω και αργοπορημένα. Φαινόταν να μην πιστεύεις ότι δεν ανταποκρινόμουν πια στην μέθοδό σου. Θύμωσες. Και πέρασε καιρός, αλλά εν τέλει συνήλθα.
Ώσπου ένα βράδυ, μήνες μετά, έγινε το θαύμα: συνειδητοποίησα ότι σε ξεπέρασα, ότι δεν με άγγιζε η παρουσία σου. Σε συνάντησα τυχαία, κάπου έξω. Δίπλα σου είχες μια άλλη γυναίκα. Μου έριξες ένα περίεργο, αυτάρεσκο βλέμμα κι έγειρες και την φίλησες. Χαμογέλασα ειρωνικά, γύρισα την πλάτη μου και δεν σας ξανακοίταξα. Δεν ένιωσα πανικό, δεν έφυγα.
Ξέρεις κάτι; Μην προσπαθείς να με κάνεις να ζηλέψω. Δεν με νοιάζει πια. Καθόλου…
StavRoula