Βαριά αρρώστια η ψευτιά, βαριά και νοθευμένη. Φαντάζει αδύνατον στους ανθρώπους να πουν αλήθειες, να μιλήσουν για τον εαυτό τους με ειλικρίνεια. Χωρίς πολλά λόγια να αφήσουν τους άλλους να κρίνουν τον χαρακτήρα τους. Αλλά όχι, εσύ έχεις δικαίωμα στην εργασία της προσωπικότητάς σου. Εσύ μπορείς να μιλήσεις με τη γραφή σου, με την ψυχή σου, με τις πράξεις σου. Βαριά ασθένεια ο αχάριστος, ο άθλιος που υποκρίνεται στα πλαίσια της ανάγκης που σε έχει. Σε χρησιμοποιεί για αυτά που ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει. Το χειρότερο από όλα είναι ότι όχι πως δεν μπορεί, αλλά δεν θέλει… Δεν θέλει να μάθει, δεν θέλει να κουραστεί, δεν θέλει να σκοτίσει το άδειο κεφάλι του. Ζει στα σκοτάδια του, είναι χωρίς φως στο τώρα. Προδίδει τις αξίες που δεν έχει στην προσπάθεια να γίνει κάτι. Μεταφέρει εικόνες από μία ανύπαρκτη καριέρα, νιώθοντας ασφάλεια και περηφάνια για το ψεύτικο το αόρατο το ιδεώδες. Θεωρεί τον εαυτό του μάγκα όταν εξαπατήσει άλλους ανθρώπους. Παινεύεται για την υποκριτική του.
Μεγάλες στιγμές καριέρας, λόγια μεγάλων ανδρών, όταν δεν είναι σε θέση να σταθεί ούτε στα δικά του πόδια. Εργάζεται τόσο, όσο να μη χρειαστεί να ιδρώσει και να κοπιάσει. Χρησιμοποιεί τη σφραγίδα με το επάγγελμα του “ποιητή”, είναι επάγγελμα; Όχι βέβαια, είναι συναίσθημα. Δεν στοχεύει στη σφραγίδα του μελανιού, αλλά στη σφραγίδα του ανθρώπου που θα διαβάσει τα λόγια σου, τις λέξεις σου, την ουσία να σε κάνει να ξεχωρίζεις ως ανώτερο ον.
Λεπτή ισορροπία του φιλότιμου γιατί το έχεις προσπεράσει, προηγείται της αχαριστίας. Είναι το άχρηστο εργαλείο που αντανακλά και δυστυχώς καταφέρνει να εξαπατά, μα όχι για πολύ.
Στημένες ψυχές, λεμονόκουπες από τα χαΐρια και την κακή χρήση του στίφτη. Εκκωφαντικό θόρυβο που αφήνει στο διάβα του. Ευτυχώς που δεν ανήκω στην κατηγορία αυτή. Ευτυχώς που μπορώ να φτύνω ελεύθερα ό,τι είναι χαλασμένο… και να το απολαμβάνω.
Ευτυχώς που πέρασες αλλά δεν άγγιξες! Δεν θα μπορούσες άλλωστε. Ευτυχώς που έμεινες κουφάρι μαζί με άλλα ανίκανα κουφάρια. Μετά λύπης μου, ευτυχώς φτωχό μου κοκοράκι, που οι κοτούλες της αυλής σου περνούν και σου αφήνουν μια κουτσουλιά από μία μικρή βρωμιά… Μα σου αρέσει…. Μα σου αρέσει, αρκεί να γίνεται περατζάδα. Και έπειτα αν τυχόν γεννήσει κάποια το χρυσό αυγό, Χαράς Ευαγγέλια. Μέχρι να κάνεις το γνωστό τσίρκο και όταν τελειώνει να τρέχεις σε άλλη κότα. Δυσάρεστος, άσχημος στο μικρόκοσμό σου, το γιγάντιο εγώ σου, τόσο όσο και το ανύπαρκτο ταλέντο σου. Αυτό που αρνείσαι ενδόμυχα ακόμα και να παραδεχθείς πως δεν είναι καν δικό σου. Αυτό που έκλεψες από άλλο θύμα μέσα στο θολό και ψεύτικο αχούρι που ζεις χωρίς ενοχές, χωρίς ιδανικά. Εγωκεντρικό τίποτα, με δοξασία στο βόλεμα.
Καταπίνεις για τροφή το δηλητήριό σου γιατί γύρω σου υπάρχει πρόοδος και δημιουργία. Χωρίς αντίληψη του καθωσπρεπισμού. Συνειδητά σε έσωσα, όσο μου επέτρεψαν τα δικά μου όρια.
Συνειδητά έχω φύγει από το κοτέτσι σου. Συνειδητά σου χάρισα λίγη λάμψη. Συνειδητά με κάνεις να γράφω για την κατάντια σου, δίνοντας μου τροφή με καθετί που προσγειώνεται στην αυλή της πένας μου. Ακόμα πιο συνειδητά σε κοιτώ να κυλιέσαι στο βούρκο. Συνειδητά λυπάμαι που αυτοαποκαλείσαι… ποιητής!
Ευαγγελία Αλιβιζάτου