Ένα χρώμα εξ αρχής φυτεύτηκε στο φυτώριο της ζωής μας και δε λέει να βγει, μα πάνω απ’ όλα ούτε να ξεθωριάσει εις το έπακρό του. Από τότε που έσμιξαν οι ματιές μας, δε λένε να αποφύγουν τα άλικα σκιρτήματα της καρδιάς μας και εκείνη χωμένη μέσα στο αίμα της, να δηλώνει και να δηλώνει την έκστασή της. Απ’ το πρώτο συναπάντημα του ήχου της χροιάς της φωνής μας, ένα χρώμα κυριάρχησε, μια μεταλαβιά στο σώμα και το αίμα του Ιησού, στο σώμα μας και το αίμα μας, σαν συγκοινωνούντα εξ αρχής δοχεία της υποδοχής αυτής της αγάπης, που με τα χρόνια επιβίωσε μέσα στο ηφαίστειό της.
Ακόμα και τα ακροδάχτυλά μας, δήλωσαν εκείνο το, κάψιμο να το πω, εκείνη την καύση των παραπέρα νεκρών κυττάρων των άλλων αγγιγμάτων, που διαδήλωναν τα ερυθρά τους αιμοσφαίρια, σ’ όλο εκείνον τον τροχό της τύχης, που επέλεξε η ίδια η μοίρα. Απ’ ό,τι θυμάμαι και θυμάμαι πολύ καλά, ακόμα και ο χρόνος στολίζεται τα καλά του και μας υποδέχεται όπως της αρμόζει αυτής της σχέσης, που ποτέ δε δήλωσε υπόσχεση και πάραυτα θέλει και διεκδικεί το δικό της πορφυρό μανδύα στα κατακόκκινά μας τετράστιχα των κιταπιών της ζωής μας.
Χρώμα αληθινό, ζωντανό, που όλα τα εσωκλείει και όλα τα περικλείει, καθώς ως ταύρο εν υαλοπωλείω, δεν είναι λίγες οι φορές που ορμάν οι αδήμονες προσμονές μας η μία κατά της άλλης, μα πάντα ελλοχεύει η προσμονή, αιτία για το μη εφικτό και προσεγγίσιμο, εξαιτίας συνθηκών και συγκυριών. Πάντα σε μας, για μας, θα είναι αυτό το χρώμα που θα δηλώνει και θα καθηλώνει κάθε μας κύτταρο, ως υπόσχεση για μια αιωνιότητα σκέψης, νου, ψυχής και καρδιάς, που ακόμα και το αγγελάκι το πονηρό και ναζιάρικο, το βάψαμε στα χρώματα της δικής μας αντοχής, ανοχής και πάνω απ’ όλα εκείνου του έρωτα που πηγάζει εκ βάθους της καρδιάς μας,
Άννα Ζανιδάκη