Ο αέρας σφυροκοπάει ανελέητα τα πάντα έξω. Τον φαντάζομαι να περνάει πάνω από τα σώματά μας, χωρίς να καταφέρνει να μας ισοπεδώσει. Δεχόμασταν τα “πυρά”. Πάντα περίμενα αυτή την στιγμή, αλλά την φανταζόμουν δραματική. Αντίθετα ήμουν ήρεμη και το ποτήρι με το κρασί μου έδινε την γαλήνη και την χαλαρότητα να απολαύσω το όνειρο, το ιδεώδες κάθε γυναίκας. Μια ζεστή φωλιά, μια αγκαλιά εφ όρου ζωής. Όχι, δεν με σκεφτόμουν ως μια Ιουλιέτα που θα περίμενε τον Ρωμαίο της για πάντα. Το δικό μου όνειρο ήταν το σπιτάκι στη θάλασσα. Καθόλου δεν με ένοιαζε μικρό ή μεγάλο, αρκεί να ήταν γερά χτισμένο. Να μπορεί να πολεμήσει τους καιρούς. Και έναν άνθρωπο να μοιραστώ την ευτυχία… Γιατί ό,τι και αν λέτε κάποιοι από άμυνα, η ευτυχία μοιράζεται στα δυο.
Δεν αντέχεται η μοναξιά. Βλέπω και την κυρία στο διπλανό διαμέρισμα… νύχτα, μέρες, χρόνια τώρα, παραμιλάει. Για να μην ξεχάσει πώς είναι η ομιλία, συζητά μόνη στη βεράντα της, τρώει μόνη, κοιμάται μόνη… με την θλίψη στα μάτια. Δεν δεσμεύτηκε ποτέ σοβαρά. Τότε ένιωθε δυνατή, μα περνώντας τα χρόνια κατάλαβε το λάθος της. Όχι, δεν φοβάμαι την μοναξιά. Μα δεν μας αξίζει. Σε κανέναν. Όλοι θέλουμε να βρούμε το άλλο μας μισό. Και εγώ το βρήκα. Σε βρήκα… Ήρθα στο γραφείο σου ως επιμελήτρια των βιβλίων σου. Δεν μου έλειπαν τα χρήματα. Το καταπίστευμα των γονιών πριν χαθούν, έφθανε για τα γεράματά μου και ακόμα παραπάνω. Μα από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να διορθώνω τα τετράδια των φίλων μου. Με λάτρευαν και με αγκάλιαζαν για την καλοσύνη μου. Το έκανα πρώτα για μένα. Έπαιρνα χαρά! Ολοκληρωμένη! Ποιος δεν θέλει να νιώθει χρήσιμος; Δημιουργικός στην κοινωνία; Και ήρθε η στιγμή να δω την αγγελία.
Δεν είχα άγχος, ούτε φόβο. Ήσουν σοβαρός και με ευγενική συμπεριφορά συζητήσαμε αφού δώσαμε τα χέρια. Ο πληθυντικός ήταν κάτι που με ενοχλούσε, αλλά ήσουν ο εργοδότης. Το σίγουρο ήταν ότι σε γούσταρα τρελά. Μεγαλύτερος, με γκρι κροτάφους, έντονα ζυγωματικά και μάτια που ήξεραν να αιχμαλωτίζουν. Δεν το έδειξα ούτε για αστείο. Δούλευα σκληρά μήνες να ολοκληρώσω τις διορθώσεις στο βιβλίο σου. Δεν αφέθηκα στιγμή στις φαντασιώσεις μου. Μέχρι την ημέρα που σου είπα ότι θα παραδώσω την εργασία μου σε δύο εργάσιμες. Με περίμενες στο γραφείο σου με μια έκπληξη. Μια λευκή τούρτα με φράουλες, υπέροχη και μια σαμπάνια. Ευτυχώς όχι λουλούδια. Δεν τα μισώ. Τα έχω συνδέσει με τις προδοσίες. Ασυναίσθητα μέσα από το κομμάτι της εργασίας μου. Σαν να με ήξερες! Μου είπες “σε ευχαριστώ για την υπέροχη δουλειά μήνες τώρα”. Εγώ θλιμμένη φαντάστηκα ότι ήρθε η στιγμή του αποχαιρετισμού μας. Απεγνωσμένα σε αγκάλιασα. Σε φίλησα και ας έτρεμα για την απόρριψη. Δεν αντιστάθηκες. Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη σου. Ένα σμίξιμο… δυο ψυχές σε μια. Δεν άντεξες λεπτό μακριά μου.
-Τι ονειρεύεσαι; με ρώτησες
-Ένα σπίτι στη θάλασσα και εσένα.
Απόρησε…
-Δεν θες οικογένεια;
-Θα έχω. Εσένα.
-Δεν θες παιδιά; η αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του
-Έχω εσένα! απαντώ ξανά, επίμονα αυτή τη φορά.
-Ντένια, η γυναίκα μου με άφησε γιατί δεν μπορώ να κάνω παιδιά…
-Τότε δεν σε αγάπησε ποτέ… αυθόρμητα είπα με ένα πλατύ χαμόγελο
Στιγμές αλησμόνητες. Ένας γάμος στη θάλασσα, ένα σπιτάκι δικό μας, τα γραφεία μας αντικριστά, τα βιβλία μας, το τζάκι βασιλικά καρτερεί να ανάψει τις κρύες νύχτες… Το νυφικό μου; Το τζιν μου, με το γαλάζιο μακρύ πουκάμισο, ξυπόλυτη, με ένα λουλούδι στα ξανθά μαλλιά μου. Το ίδιο και εσύ. Το τζιν σου, το λευκό πουκάμισο, ξυπόλυτος, με λίγους εκλεκτούς συναδέλφους να απολαμβάνουν σαμπάνια, εδέσματα και χορό στην άμμο. Το μπλουζ του έρωτα μας… Monaco… ύμνος για δύο.
Tout est bleu, tout est beau
Tu fermes un peu les yeux, le soleil est si haut
Je caresse tes jambes, mes mains brûlent ta peau…..
“Όλα είναι μπλε, όλα είναι όμορφα..
Κλείνεις λίγο τα μάτια, ο ήλιος είναι τόσο ψηλά
Χαϊδεύω τα πόδια σου, τα χέρια μου καίνε το δέρμα σου
Μην πεις τιποτα..”
Δάκρυσε ακόμη και το φεγγάρι… Γαλήνη, δημιουργία, έρωτας, αφοσίωση, πίστη. Ο χρόνος μας δένει σαν ένα κόμπο που δεν λύνεται ποτέ. Ο αέρας συνεχίζει να σφυροκοπάει τα πάντα στο πέρασμά του. Μα τα δικά μας τα θεμέλια είναι γερά ψυχή μου. Κάποιες στιγμές η αγωνία σου, να μην περάσεις ξανά τον ίδιο πόνο… Και αν τα γεράματα φοβάσαι, θα σου διαβάζω να κοιμάσαι!
Ευαγγελία Αλιβιζάτου