Είδα έναν άνθρωπο ευαίσθητο. Έζησα στιγμές με κάποιον που έσταζαν λατρεία τα μάτια του σαν με κοιτούσε. Κατάλαβα πως επρόκειτο για μια ψυχή τρυφερή, που γύρευε όσο τίποτα να πάρει αγάπη και να δώσει. Ένιωσα στοργή μέσα σε μια αγκαλιά και ασφάλεια. Ρούφηξα μέλι κι ευτυχία με χείλη που με φίλησαν. Βίωσα με όλο μου το είναι τα όνειρα που μου μετάγγιζες δίχως να πεις ούτε λέξη. Γέμισα από την περηφάνια που εισέπραττα κάθε που μου κρατούσες το χέρι και έφευγαν οι φόβοι, οι σκέψεις… κι έσβηνε κάθε γρατζουνιά έτσι μαγικά.
Και είδα κι έναν άλλον άνθρωπο. Κάποιον που μπορούσε άνετα να γίνει σκληρός. Κάποιον που ήταν σε δευτερόλεπτα εχθρός και με πολεμούσε με τα όπλα που εγώ του χάρισα. Κάποιον που είχε τέτοια μεταμόρφωση, ώστε δε θύμιζε σε τίποτα τον άνθρωπο που ήξερα. Κι ήθελα απλά να τρέξω να σωθώ… να μη το βλέπω αυτό, να μην ακούω, να μην πρέπει να πολεμήσω, μα κυρίως να μην αναγκαστώ να απομυθοποιήσω! Ήθελα να είναι όνειρο κακό και να ξυπνήσω. Δεν άντεχα να δεχτώ ότι έκανα λάθος. Έπειτα είδα ακόμη έναν άνθρωπο… έναν άνθρωπο που ούτε τον εαυτό του σεβόταν, εκτιμούσε ή αγαπούσε. Έναν άνθρωπο που δεν αγαπούσε μήτε τη ζωή, γι’ αυτό δεν τη ζούσε, δεν την αναζητούσε καν. Έναν άνθρωπο νέο, που ήδη είχε γεράσει. Μάτια άδεια, θολά, με μόνιμη υγρασία και παραίτηση…
Τελικά πόσοι άνθρωποι ζουν μέσα σου; Τελικά ποιος από όλους ήταν ο μαγνήτης; Ποιον αγάπησα; Εμένα ποιος με αγάπησε; Τελικά ποιος με κρατάει από όλους αυτούς; Ποιον πρέπει να εξοντώσω πάση θυσία; Ποιον να σκοτώσω μέσα μου αν χρειαστεί; Τελικά ποιος είσαι; Ίσως να μη μάθω… κι ίσως να επιβάλλεται να ανακαλύψω από την αρχή ποια είμαι κι εγώ!
Θώμη Μπαλτσαβιά