Κι είμαστε κι εμείς και θα ‘θελα να είμαστε πολλοί, που όταν συναντάμε την αγάπη, όχι αυτή που την προφέρεις αβίαστα σαν λέξη, μα αυτή που συνταράσει όλο σου το είναι και σε κάνει να νιώθεις πως ξαναγεννήθηκες, βάζουμε στην άκρη όλους, τους όποιους όλους και δινόμαστε ολοκληρωτικά σ’ αυτήν. Έτσι, ανιδιοτελώς, γιατί αυτό προστάζει η καρδιά και γιατί κι αν ακόμα στην πορεία “χτυπάνε καμπανάκια” δεν μπορούμε, δεν θέλουμε να κάνουμε αλλιώς.
Δεν παύει η οικογένεια να υπάρχει, οι γνωστοί, οι συγγενείς κι ούτε αδιαφορούμε όταν πραγματικά κάτι ουσιαστικό χρειαστεί. Όμως δεν είμαστε εκεί, δεν είμαστε πουθενά. Μόνο στα μάτια που μέσα τους είδαμε την αγάπη εκείνη, που όσο ανασαίνουμε θα κουβαλάμε. Εκεί είμαστε…
Γιατί μας το έκανες αυτό; Πάει πολύς καιρός τώρα που δεν είσαι πια κοντά μου, να ξυπνώ και να βλέπω το πρόσωπό σου, να κοιμάσαι και να σε σκεπάζω μην κρυώσεις (κρύωνες και το καλοκαίρι κι απαλά σου έριχνα το σεντόνι στο σώμα). Έκανες το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι εγώ. Ήσουν πάντα εκεί για όλους και για όλα. Από το πιο σοβαρό μέχρι το άκρως ασήμαντο. Επί 11 ολόκληρα χρόνια, το τηλέφωνό σου δεν σταμάτησε να χτυπά όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Κανένας φραγμός κανένα όριο. “Είναι η οικογένειά μου, με χρειάζονται” κι ας ήταν χιλιόμετρα μακριά. “Μα έχει πυρετό η μαμά μου”. “Κι εσύ τι μπορείς να κάνεις από εδώ που είσαι; Γιατί θα πρέπει να σε πάρουν τηλέφωνο στις 6 το πρωί να το πουν σε σένα; Τόσοι άνθρωποι υπάρχουν γύρω τους. Οικογένεια κι αυτοί”. “Γιατί εμένα εμπιστεύονται “. Οκ… Το καταπίνω τη μια, τη δεύτερη, την τρίτη. Αυτό όμως το 11 χρόνια, με διέλυσε.
Και να ήταν μόνο αυτό; Υπήρχαν και δύο παιδιά-βρέφη! Ηλικίας 39 και 31. Ντριιν, ό,τι ώρα κι αν ήταν ξανά. “Τι μπλούζα λες να πάρω;”, “Tσακώθηκα με τον άνθρωπό μου”, έκανα εκείνο, το άλλο… Μπλα, μπλα, μπλα. Πόσο ν’ αντέξουν τα νεύρα μου; Ξέρω, μου είχες πει είναι παιδιά μου, δεν γίνεται να μην τα ακούω και θέλω να τα ακούω. Μα εγώ ποτέ δεν είπα το αντίθετο. Μα μήπως κατάλαβες ότι είχαμε κι εμείς δικαίωμα να ζήσουμε λίγο ήρεμα; Μήπως κατάλαβες ότι πετάξαμε 11 χρόνια που ξεκίνησαν τόσο όμορφα και κράτησε τόσο λίγο; Μήπως κατάλαβες ότι οι δικές μου αντιδράσεις γκρίνια και νεύρα, ήταν γιατί παντού γύρω μου έβλεπα την βιολογική σου οικογένεια σαν μελίσσια να βουίζουν στο κεφάλι μου; Μήπως κατάλαβες ότι όλο το τεράστιο κακό που έγινε, ξεκίνησε από το ότι δεν “ξεκόλλησες” από κοντά τους κι ας έφυγες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο σου κι ήρθες να ζήσουμε μαζί;
ΖΩ. Δύο γράμματα. Και τώρα τα μεταφράζω εγώ. Ζορίστηκα-Ωρίμασα. Είμαι 57 πια, όπως κι εσύ. Μέσα στη μοναξιά μου εδώ και πολύ καιρό. Εσύ δεν το καταλάβαινες πως το κακό θα γινόταν κάποια στιγμή, εγώ το ένιωθα μα δεν είχα τη δύναμη να φύγω, γιατί ήσουν τα πάντα για μένα. Μόνο ήρεμα να ζήσουμε ήθελα. ΕΣΥ κι ΕΓΩ και φυσικά όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη να έκανες ό,τι ήθελες. Μήπως κατάλαβες άραγε ότι τους άφησες να σε πάρουν μακριά μου; Εσύ το επέτρεψες κι εγώ αντιδρούσα. Ποιος δεν θα αντιδρούσε;
Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο για μένα. Ο χρόνος κόλλησε κι ας αλλάζουν οι εποχές. Άλλαξα κι εγώ. Έχασα τον αυθορμητισμό μου, το γέλιο μου κι όλα που ήθελα να δημιουργήσω με σένα πλάι μου. Γιατί τους άφησες να σε πάρουν μακριά μου; Μακάρι κάποια μέρα να καταλάβεις. Εύχομαι μόνο να μην είναι αργά. Γιατί όσο κι αν ακόμα σ’ αγαπώ, δεν ξέρω μήπως κάποια στιγμή όλα γίνουν μια ευθεία γραμμή μέσα μου. Η φλόγα πάντως έχει σβήσει και προσπαθώ απλά μια τόση δα κάφτρα της να κρατήσω, μήπως και κάποια στιγμή καταλάβεις, εκεί που είσαι τώρα, στην οικογένειά σου. Εσύ που έλεγες πως μ’ αγαπούσες πολύ. Μ’ αγαπούσες… Τι έκανα για σένα, το ξέρει ο Θεός και εσύ. Κανένας άλλος. Κι εσύ μ’ αγαπούσες τόσο που τους άφησες και σε πήραν μακριά μου. Αυτό ήθελαν. Τους έκανες το χατίρι. Μπορείς να κοιμάσαι με ήσυχη συνείδηση.
Ε.Μ.