Αν ήξερες πόσο πόνεσα και πόσο με πονάει ακόμα, δε θα ‘χες λόγια να δεις και να νιώσεις το κακό που μας είχες ή μας έχεις κάνει. Αν ένιωθες πως το να ‘σαι γονιός, δεν είναι ένα καπρίτσιο, που ναι, το κάνεις και ύστερα μετά το κέφι μας, δε ζητά και δεν διεκδικεί τίποτα, θα ‘σουν χαρούμενος ως τώρα. Μα τώρα πια ξέρω πως το μετάνιωσες και επανήλθες δριμύτατος να δείξεις σ’ όλους εμάς πως ο χρόνος και σε ωρίμασε και σου τακτοποίησε τις ανάγκες για τυχόν διεκδικήσεις της πατρότητάς σου, ως πληρέστατης ιδιότητας κι όχι για part time απασχόλησης όπως τότε.
Και τι δε θα ‘δινα να νιώσω και να αισθανθώ την πληρότητά σου στην οικογένεια, σε μας ανάμεσα, μα πάνω απ’ όλα να τακτοποιηθεί και να αποκατασταθεί εκείνο το μιαρό και νοσηρό κλίμα ανάμεσά μας, που φαρμάκωνε κι ίσως και να μας φαρμακώνει ύπουλα, σιγά και με αργό θανατικό κλίμα της επιβίωσής μας. Πρωταγωνιστή σε ήθελα σ’ όλα, με μας, με τα παιδιά μας, μ’ όσους μας περιτριγύριζαν, μα τότε ίσως και εγώ ή και σίγουρα να ‘φταιξα, μέσα στο χάος του τότε μυαλού μου, μα τώρα αποστασιοποιημένη, βλέπω κι εγώ τα δικά μου λάθη. Δεν αρκούσε να σε διεκδικούσα ή να διεκδικούσα τα δικά μου θέλω, μα τα πρέπει όλων μας υποβαθμίστηκαν μπρος στην όψη ενός εγωισμού, που ταίρι εκείνον τον καιρό δεν είχε κανενός μας, από κοινού και χωρίς ιδιαίτερη επιβλητικότητα.
Μα τώρα που έφυγαν τα χρόνια, που ήρθαν οι σκέψεις και καταστάλαξαν, τώρα πια ναι, δε σε ήθελα κομπάρσο σε μια ζωή που από κοινού αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε και συνάμα να διατελέσουμε ρυθμιστές της, μα εμείς επιτελέσαμε έργο εκτελεστών της. Εκτελέσαμε συμβόλαια δικά μας. Εκτελέσαμε όμως και των παιδιών μας τις ψυχούλες, τις αγνές και αθώες. Με το πέρασμα του χρόνου ίσως ή και σίγουρα να κατορθώσουμε μέσα απ’ την ειλικρινέστατή μας μεταμέλεια να καταφέρουμε να τα θεραπεύσουμε και να τα γιάνουμε, πάνω απ’ όλα ψυχές, καρδιές, σώματα και μυαλά, να ‘ναι υγιή και εις το έπακρον, έτοιμα να διαδεχθούν την δική μας αληθινή συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών μας.
Άννα Ζανιδάκη