Ο αληθινός έρωτας, ο δικός μου έρωτας, εκείνος που σε κάνει να νιώθεις και να λες “ο άνθρωπός μου”, μου χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα στα 47. Μπροστά σ’ ό,τι ένιωσε η ψυχή και σ’ ό,τι την καθοδηγούσε η καρδιά να κάνει, ό,τι κι αν είχα ζήσει πριν απ’ αυτό, φάνταζαν και ήταν απλά ένα τετράδιο με όλες τις σελίδες του κενές. Ήρθες στη ζωή μου και νόμιζα ότι είχε έρθει η χαρά του κόσμου όλου και ένιωθα “ανίκητη” και πως τίποτα σε τούτη τη γη εκτός από θέματα υγείας, δεν ήταν ακατόρθωτο. Περάσαμε πολλά μαζί, ευχάριστα και δυσάρεστα για 11 ολόκληρα χρόνια, κάτω από την ίδια στέγη, το σπιτικό μας, τη φωλίτσα μας, όπως λέγαμε. Σε συζητήσεις που κάναμε, αν και δεν ήταν το αγαπημένο σου να μιλάς γενικά, μου είχες πει πολλές φορές ότι πίστευες πως και η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που κάποτε όπως όλα τελειώνει. Μέσα μου έγινα ένα “ήρεμο αγρίμι” που με τίποτα δεν δεχόταν και αυτό σου το πιστεύω. “Η αληθινή αγάπη, ό,τι κι αν γίνει, όσο ανασαίνει ο άνθρωπος, δεν περνάει” σου έλεγα. “Δεν είναι ίωση να περάσει…”.
Πέρασαν τα χρόνια και παρόλο που έβλεπα τα σημάδια από την αρχή κιόλας, εκεί δεμένη η καρδιά μου, κοντά σου. Είχα σκεφτεί να φύγω μακριά, να γυρίσω στον τόπο μου, μα δεν είχα τη δύναμη να το κάνω, αν και σαν άνθρωπος ναι, είμαι δυνατή. Δυνατή, όχι εγωίστρια, έχει χαοτική διαφορά το ένα με το άλλο. Ήσουν το δεύτερο κι εγώ το πρώτο. Ο εγωισμός σου, όσο κι αν ένιωθες, ό,τι κι αν ένιωθες ήξερες να το κρύβεις καλά. Έτσι είχες μάθει γιατί έτσι μεγάλωσες. Και στο είχα πει γιατί το είχα δει με τα μάτια μου, το είχα ζήσει στο πετσί μου, δεν ήταν η φαντασία μου. Όλη σου η οικογένεια, παρτάκηδες και εγωιστές του κερατά. Όλοι αυτοί που κουβάλησες στη ζωή μας, την κοινή μας ζωή, που μας διέλυσαν κι όπως πολύ πρόσφατα, μετά την καταστροφή, παραδέχθηκες αυτό που χρόνια σου φώναζα, πως μας κάνουν κακό. Εγώ μεγάλωσα αλλιώς σου έλεγα. Ελεύθερη κι ανεξάρτητη. Αγαπώ και σέβομαι τη βιολογική μου οικογένεια, αλλά ούτε με πρήζουν, ούτε τους πρήζω και σε καμία περίπτωση δεν ταράσω την γαλήνη τους για άνευ ουσίας πράγματα. Εδώ δεν την τάραξα ποτέ για πολύ σημαντικά και ουσιώδη γεγονότα της ζωής μου, που ποτέ δεν έμαθαν και τα διαχειρίστηκα μόνη μου κι ας ήμουν 16 τότε. Κοντά μισός αιώνας από τότε…
Είχες χωρίσει χρόνια πριν από έναν γάμο που σου άφησε δυο παιδιά. Μέχρι εδώ όλα καλά. Μα το ‘βλεπα και στο έλεγα. Μεγάλο ελάττωμα να λες την αλήθεια! Άλλο είμαι κοντά στα παιδιά μου όταν και όποτε με χρειαστούν (εξάλλου άπειρες φορές είχα τρέξει κοντά σου για υποθέσεις τους και πολλές φορές και χωρίς να το ξέρεις καν), άλλο όπως χαρακτηριστικά σου έλεγα “μπάτε σκύλοι αλέστε”. Έχεις πια προσωπική ζωή, δεν γίνεται να σε παίρνουν 50 τηλέφωνα τη μέρα για να σε ρωτήσουν αν το χρώμα της τάδε μπλούζας πάει με το τάδε παπούτσι για παράδειγμα. Την ώρα που πίνουμε καφέ, την ώρα που τρώμε και χιλιάδες άλλες μικρές καθημερινές ώρες, χιλιάδες, εκατομμύρια χωρίς υπερβολή, ήσουν πάνω από ένα καταραμένο τηλέφωνο χωρίς ποτέ να βάζεις όρια! Κάθε φορά που στο έλεγα, γινόμουν εγώ στα μάτια σου η κακιά, αυτή που θέλει να σε χωρίσει από τα παιδιά σου! Ποια; Εγώ! Που φρόντισα να σ’ αγαπήσουν ξανά (δεν ξέρω αν το κατάφερα), τα παιδιά σου. Και αυτό το αναφέρω απλά όχι γιατί έκανα κανένα κατόρθωμα, μα γιατί είναι άδικο, όπως τελικά ήταν πολλά τα άδικα. Τα είδες και τα είδα, αλλά τώρα εδώ και κοντά ένα χρόνο ο γολγοθάς που κι εσύ κι εγώ, ο καθένας πια χωριστά ζει, είναι πολύ μεγάλος.
Κάθε σου ανοχή σε εντελώς ανούσια πράγματα, κάθε σου “όχι” και “στοπ” που δεν έλεγες, έφεραν τον όλεθρο. Ακόμα και σ’ αυτόν τον όλεθρο, οι γονείς μου που σε καλοδέχτηκαν με μια ανοιχτή στην κυριολεξία αγκαλιά, δεν είπαν κακή λέξη για σένα. Κι εσύ για χάρη των κάθε “όχι” που έπρεπε να πεις, των κάθε ορίων που δεν έβαζες, γιατί όπως μου έλεγες έτσι είσαι, μας έκανες να φθάσουμε στο σήμερα. Με ανάγκασες να κάνω κάτι που ούτε στην πιο τρελή μου φαντασία δεν είχε περάσει ότι θα κάνω. Την τελευταία φορά, που με χτύπησες αλύπητα, να καλέσω την αστυνομία. Περιοριστικά μέτρα και τώρα εσύ ζεις μακριά μου μεγαλώνοντας το εγγόνι σου, χωρίς καμία χαρά μέσα σου, περιμένοντας πότε θα έρθει η ώρα του δικαστηρίου, με διαλυμένη ψυχή κι εγώ να βιώνω οικειοθελώς την ατέλειωτη μοναξιά μου.
Κοντεύει χρόνος. Και σε ειδικούς μίλησα και όλα τα έκανα. Ούτε συνεξάρτηση, ούτε τίποτα από όλα εκείνα που μου ‘λεγαν, “μα πώς μπορείς έναν άνθρωπο που επανειλλημένα σε χτυπά, να τον αγαπάς και να τον υπερασπίζεσαι;”. Γιατί εγώ ήξερα, ήξερα πως δεν ήθελες το κακό μου κι ας το προκαλούσες. Ήξερα πως σου είχαν σπάσει όλοι αυτοί οι άλλοι τα ήδη διαλυμένα νεύρα σου και κάθε φορά που σε έκαναν ένα ψυχικό ράκος κι εγώ έτρεχα κοντά σου να σε ηρεμήσω, θύμωνες ακόμα πιο πολύ κι έλεγες πως θέλεις να σε αφήνω να σου περνάει. Δεν το βίωνα έτσι εγώ, γιατί απλά δεν άντεχα να σε βλέπω να πονάς με όλα αυτά που εξακολουθούσαν να φορτώνουν στην ψυχή σου και να μη μας αφήνουν σχεδόν ούτε μια μέρα να ηρεμήσουμε. Στο είπα άπειρες φορές. Άλλα ονειρεύτηκα για εμάς από την πρώτη στιγμή που μου δήλωνες χωρίς δεσμεύεις με μεγάλα παιδιά. Τι περίμενα; Το προαναφερόμενο και αυτονόητο. Όταν και όποτε σε χρειαστούν, θυσία να γίνεις-γίνουμε. Όχι αυτό το ξέφραγο αμπέλι. Λίγο λίγο κάτι που εσύ δεν καταλάβαινες ξεχείλισε και τη δική σου ψυχή και τη δική μου. Κι έκανες πράγματα που με πονούσαν και στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Κι εγώ… εγώ τι;
Τον άνθρωπο που λάτρεψα, να κοντεύει να πάει φυλακή κι εγώ να παρακαλάω μέρα νύχτα το Θεό όταν έρθει εκείνη η ώρα της δίκης των ανθρώπων, να μη συμβεί αυτό. Γιατί τελικά όπως γράφω και στον τίτλο, μέσα από πολλά που δεν θέλω άλλο να κουράσω όσους διαβάσουν την ιστορία μου, ναι, η δική μου αγάπη άντεξε. Κι ας μου έλεγαν οι ειδικοί, “μα οι κακοποιητικές συμπεριφορές δεν δείχνουν αγάπη”, μα το ένα μα το άλλο. Φυσικά και συμφωνώ ότι η αγάπη σε καμία περίπτωση δεν μειώνει, δεν εξευτελίζει, δεν φέρεται άσχημα. Μα βαθιά μέσα μου μόνο εγώ ξέρω πως δεν ήθελες να το κάνεις. Θα πει κάποιος εύλογα, όποιος δεν θέλει κάτι, απλά δεν το κάνει. Δεν είναι όμως έτσι. Ας μην βιαζόμαστε οι άνθρωποι να κρίνουμε τον διπλανό μας.
Ξέρω ότι έχεις μετανιώσει για όλα. Ξέρω ότι τα έχεις δει ξεκάθαρα πλέον όλα. Ξέρω ότι τώρα κατάλαβες αυτά που χρόνια σου φώναζα και το παραδέχθηκες. Πως οι ηθικοί αυτουργοί ήταν άλλοι κι εμείς το επιτρέψαμε. Κοίτα όμως που είσαι τώρα εσύ μακριά από τη φωλιά μας, εγώ να κοιτώ ένα χρόνο απλά τους τοίχους και τίποτε άλλο, γιατί δεν θέλω, δεν έχω κατάθλιψη, το έψαξα και αυτό για όσους βιαστούν να το σκεφθούν. Έχω πένθος μέσα μου. Πένθος που έχασα από τη ζωή το χαμογελαστό μου πατέρα που σ’ αγαπούσε πολύ, πένθος που η μητέρα μου που μόνο σου χαμογελούσε και κακό λόγο δεν είπε ποτέ για σένα, με άνοια, μα πιο πολύ πένθος γιατί μάτια μου, ο καθένας κοιτά τη ζωή του κι εγώ ζωή χωρίς εσένα δεν έχω. Το μετάνιωσαν που έφερες όπως συνήθιζα να σου λέω “πούλμαν” στη ζωή μας, μα τώρα πια είναι ίσως αργά. Μακάρι όλα να τελειώσουν κατά το δυνατόν καλύτερα και να μην πάθεις κανένα άλλο κακό.
Η τελευταία μου κουβέντα σε σένα, ήταν αυτό που πάντα σου έλεγα “Μάθε να κοιτάζεις λίγο τον εαυτό σου, να τον αγαπάς και να τον φροντίζεις. 100 ζωές να ζούσες έχεις “ξεπληρώσει” και με τόκους όλες σου τις υποχρεώσεις. Αυτές που πάντα επέτρεπες να σου φορτώνουν, με αποτέλεσμα να διαλύεσαι και να διαλύσεις εμάς”. Ευχή μου να πανε όλα καλά όταν έρθει η ώρα, γιατί όχι, κακός άνθρωπος δεν είσαι, ούτε το κακό μου ήθελες κι αυτό το ξέρω πολύ καλά. Το μητρικό ένστικτο, αυτό το ιερό ένστικτο αυτή η ιερή αγάπη, όταν ξεπερνά την κόκκινη γραμμή, αυτή που ποτέ δεν έβαλες, γιατί ποτέ σου δεν κατάλαβες παρά μόνο τώρα πια, είναι καταστροφικό. Γιατί όταν τα παιδιά είναι τοξικά και μόνο διεκδικούν χωρίς να έχουν το τακτ να καταλάβουν ότι πρέπει κι εσύ λίγο να ζήσεις, αυτά συμβαίνουν δυστυχώς.
Τώρα μόνο τον Θεό παρακαλάω να σε έχει καλά. Από την πλευρά μου, ακομα και μετά από αυτό, ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν προς το καλύτερο, το έκανα. Και όχι η αγάπη μου δεν πέρασε για σένα. Ακόμα υπάρχει. Απλά είναι πολύ πικραμένη. Ξέρω ότι μετάνιωσες για τα πάντα, ξέρω ότι ακόμα κι εσύ με νοιάζεσαι και μ’ αγαπάς. Ξέρω ότι τα είδες τώρα πια όλα ξεκάθαρα πως είχα δίκιο σε ό,τι σου έλεγα. Εύχομαι μόνο να μην είναι αργά για κάτι ακόμα χειρότερο. Να σε προσέχεις.
Ε.Μ.