Λοιπόν, αυτό το κείμενο θέλω να το αφιερώσω σε πολύ συγκεκριμένα τυπάκια, όπως λέμε σοκολάτα με ονοματεπώνυμο. Στον Άλεξ και στη Φραν. Φυσικά και μόλις το διαβάσουν θα με περάσουν γενεές δεκατέσσερις, αλλά ok, ξέρω πως γουστάρουν να το παίζουν μετριόφρονες και “έλα, ρεεεεε, δεν είμαι εγώ έτσιιι”. Όχι, όχι δεν είστε παιδιά. Είστε ακόμα πιο “έτσι”!
Εγώ από μικρή, φίλους κολλητούς δεν είχα. Ξέρω πολύ καλά γιατί δεν είχα, αλλά δεν είναι της παρούσης. Για πάρα πολλά χρόνια, αυτό δεν μου έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη. Είχα την ησυχία μου, βρε αδερφέ! Απορώ πώς οι υπόλοιποι μπορούσαν να έχουν τόσο κόσμο γύρω τους, να μιλάνε με όλους, ενίοτε ταυτόχρονα (τρικυμία εν κρανίω), να λένε τα μυστικά τους σε όλους (τα ύστερα του κόσμου δηλαδή) και στο τέλος να κάθονται και να σκέφτονται τι τους είπε ο κολλητός, δηλαδή όλοι αυτοί οι πολλοί που μοιράστηκαν αυτά που μοιράστηκαν. Απαπα!!! Αυτά δεν τα μπορούσα. Όπως δεν μπορούσα (κι ακόμα δεν μπορώ δηλαδή κι ας με λένε συναισθηματικά ανάπηρη) τις πολλές αγκαλιές χωρίς λόγο, τα άσκοπα φιλιά, γενικότερα τις γλύκες στα καλά καθούμενα. Όλη αυτή η φάση λοιπόν, τι άλλο θα προκαλούσε από μια απέραντη ησυχία; Ωκεανός ησυχίας! Πωωωω ρε άνθρωπε, αξία ανεκτίμητη!
Κι εκεί που απολάμβανα αυτή την απέραντη αγαλλίαση, έρχεται το σύμπαν εντελώς στα μουλωχτά και από το πουθενά και τσουπ μου πετάει δυο τυπάκια που μου γίνανε βδέλλες. Πανικός! Ρε σύμπαν, γιατί; Και να τα μέσεντζερ και τα sms και τα τηλέφωνα και να που νταλκά δεν είχα και νταλκά απέκτησα. Ο ένας, μάλλον διότι άνδρας, ήταν λίγο πιο μαζεμένος στην αρχή με τα πολλά πολλά. Μου πήγαινε το μενταλιτέ (ναι αυτό, τι θέτε;) του. Η άλλη όμως, με το καλησπέρα σας, τσουπ μια αγκαλιά!!! Στάσου ρε κοπελιά, δηλαδή πώς; Τι; Και με το καληνύχτα σας, πάρε κι άλλη μια να κάνεις κάβα μη και σου λείψει. Ντάξει, γίναμε! Και από τη μια ο ένας κι από την άλλη η άλλη, άρχισαν να συμβαίνουν πραγματάκια για τα οποία εγώ δεν είχα ιδέα. Ωραία πραγματάκια, κουβεντούλες, παρεούλα και σιγά-σιγά ήρθαν κι άλλα. Μιλούσα σε μένα (όχι δεν λάλησα) κι έλεγα “σιγά μην αρχίσει να σε νοιάζει κιόλας!” ή “έλα τώρα που τους νοιάζει!”. Μωρέ, και με ένοιαζε και τους ένοιαζε.
Τι κοινό έχουν ο Άλεξ και η Φραν; Ένα και μόνο, εμένα καταμεσής τους κι αυτό είναι πολύ από μόνο του. Διότι δεν είναι εύκολο να μένεις σε μια φιλία με ένα τσογλανάκι σαν την αφεντιά μου. Την ψυχή τους έβγαλα, αλλά κι αυτοί μια χαρά μπαλόνια μου τα κάνουν (συγγνώμη για την αργκό) όταν αρχίζουν τα “Λέγε τι έχεις, γιατί θα έρθω εκεί!” ή “Σε καταλαβαίνω πως κάτι έχεις, αλλά θα μου πεις όταν θα είσαι έτοιμη. Για πες λοιπόν; Τι έχεις;”. Αυτοί οι δυο με τούτα και με κείνα έγιναν οι “πάντα εδώ” μου. Όταν φοβάμαι πως θα ανοίξει η πλάτη μου, πως θα βγει η ψυχή μου, ξέρω πού να κοιτάξω. Και είμαι κι εγώ εδώ για εκείνους. Όταν από τη χαρά μου δεν κρατιέμαι, ξέρω πού να πάρω τηλέφωνο. Όταν θέλω να μην μιλάνε, ξέρω πως θα το κάνουν. Χιλιόμετρα σιωπής έχουμε κάνει παρέα. Χιλιόμετρα φωνής επίσης. Ξέρω πως όταν πέσω θα έρθουν να κάτσουν δίπλα μου και θα περιμένουν να σηκωθώ (ναι, εννοείται στην αρχή θα αρχίσουν τα σήκω ρε μαλάκα, αλλά μετά από λίγο ok, ξέρουν).
Αν πέρασε η φιλία μας του λιναριού τα πάθη; ΦΥΣΙΚΑ!!! Αν κόψαμε και την καλημέρα; ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ!!! Πάντα όμως είχα τη σιγουριά πως σε μια γωνιά της πόλης κάποιος νοιάζεται κι ας τα κάναμε μπάχαλο. Ρε παιδί μου, κάποιοι άνθρωποι μπαίνουν στη ζωή μας με τρόπο καθοριστικό που είναι έξω από τον έλεγχό μας. Έρχεται κάποιος -ας πούμε το σύμπαν- και στους σετάρει. Κι αυτό είναι ωραίο, ειδικά όταν το σύμπαν είναι πολύ σίγουρο για την επιλογή του!
Despina Alice Paulson