Ήμουν δέκα όταν πέθανε η μάνα μου… Πόνεσα, έκλαψα και πλάνταξα, ελπίζοντας ότι θα ξανάρθει στην ζωή, μα έκανα λάθος τότε. Η παιδική αφέλεια φτιάχνει παραμύθια για να αντέξει την αλήθεια που δεν μπορεί να διαχειριστεί. Οι άνθρωποι που φεύγουν για το μακρύ ταξίδι, δεν γυρίζουν ποτέ, έκανα χρόνια να το καταλάβω, ίσως δεν ήθελα. Αστείο σχεδόν θα έλεγα, πίστευα πως στα σαράντα βγαίνει έξω και μας βλέπει, κάθεται λίγο και μας μιλάει, μετά πάλι επιστρέφει στο χώμα. Σε κάθε μνημόσυνο, για τρία χρόνια, πίστευα πως θα την δω όταν θα γυρνούσα με τον μπαμπά και την γιαγιά πίσω στο σπίτι μετά το νεκροταφείο. Έκλαιγα που δεν βγήκε λίγο να με πάρει μια αγκαλιά…
Τόσο κακό παιδί ήμουν βρε μαμά; Ούτε μια αγκαλιά δεν άξιζα; Λίγα χρόνια μετά κατάλαβα ότι με το κλάμα δεν κερδίζω τίποτα, άλλωστε και η μάνα μου δεν θα ήθελε να κλαίω. Έτσι και αλλιώς όσο και αν έκλαψα, δεν την γύρισε τίποτα πίσω. Η ζωή συνεχίστηκε, τη θυμάμαι πολλές φορές, στους βαθμούς στο σχολείο, όταν πέρασα πανεπιστήμιο, στα θεατρικά που δεν ήταν εκεί, στα πάρκα που βλέπω τα παιδιά να κρατούν το χέρι της μάνας τους… Οι άνθρωποι λένε πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχάσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μυρωδιά της όταν με κοίμιζε τα βράδια που φοβόμουν και ξυπνούσα από εφιάλτες…
Emy-R