Εσύ κι εγώ… Άμοιροι και καταδικασμένοι εραστές του ονείρου για πάντα… Γιατί μόνο εκεί, κανείς απ’ τους δυο μας δε φοβάται να πει και να δείξει ξεκάθαρα την αλήθεια. Γιατί μονάχα εκεί, η συμβατότητα, τ’ ανείπωτα, οι κανόνες και οι ενοχές δε στάθηκαν ποτέ ικανά να μας εμποδίσουν απ’ το να μου ανήκεις και να σου ανήκω. Έτσι αθόρυβα και λυτρωτικά συναντηθήκαμε στ’ όνειρο πάλι χθες βράδυ, αργά… Με βήματα χορευτικά πλησίασες και έμπλεξες τα δάχτυλά σου στις μπούκλες των μαλλιών μου που σεργιάνιζαν ανέμελα και νωχελικά, αναζητώντας τα χάδια σου. Έπειτα έσκυψες, γελώντας παιδιάστικα και ρούφηξες μια στάλα ιδρώτα που είχε σταθεί και σε προκαλούσε, όπως είπες, πάνω στο λακκάκι του λαιμού μου.
Τα μάτια σου… Αχ τα μάτια σου, όταν τα έριξες πάνω μου… Μέσα σ’ αυτές τις ίριδες τις διεσταλμένες, είδα όλα τα “σ’ αγαπώ” που δεν ειπώθηκαν ποτέ, να λέγονται ξανά και ξανά, μέχρι που μάτωνε το στόμα. Και όταν τα χείλη σου, γεμάτα προσμονή, άγγιζαν επιτέλους τα δικά μου, η μυρωδιά του ιδρώτα σου πυρπολούσε και ανάσταινε τις αισθήσεις ηδονικά. Και όταν τα χέρια σου τυλίγονταν σαν τον κισσό με λαχτάρα στο κορμί μου, ο κόσμος γίνονταν μικρός και ασήμαντος μπροστά στη σημαντικότητα του πόθου και του πάθους σου για μένα. Και όταν η φύση σου περήφανη εισέβαλε για να γητεύσει ξανά και ξανά τη δική μου, παραδινόμουν άοπλη, δίχως αντίσταση στο βάθος και τη γεύση του φιλιού σου, που ήταν χαρμάνι από άντρα, τσιγάρο και κανέλα.
Μαίρη Μακρή