Άλλη μια Κυριακή βράδυ, μουντή και σκοτεινή, όπως ταιριάζει σε κάθε κυριακάτικο δειλινό. Το σπίτι σκοτεινό, ψυχρό και οι τεράστιοι τοίχοι του, προσθέτουν ένα ακόμα βάρος στην μοναξιά μου. Άλλη μια μέρα που δεν έφυγες στιγμή από το μυαλό μου. Πόσες λέξεις άραγε ακόμα να σου γράψω, πόσες σελίδες να σου αφιερώσω μέχρι να εμπεδώσω για ακόμη μια νύχτα ότι είσαι χιλιόμετρα μακριά μου πλέον;
Πόσα τείχη έχεις φτιάξει για εμένα για να μην σε ενοχλώ, να μην έχω την παραμικρή επαφή κι επικοινωνία μαζί σου; Πόσο εύκολα ξέχασες τα πάντα; Υπάρχουν στιγμές που ουρλιάζει το “εγώ” μου, θέλω να σου μιλήσω, μα φοβάμαι. Πώς άραγε να σου μιλήσω; Φοβάμαι τις αντιδράσεις σου, φοβάμαι τα τείχη σου, φοβάμαι πως δεν θες να θυμάσαι καν πως υπήρξα κάποτε στην ζωή σου…
Γνωρίζω ότι πρώτα σε φόβισα εγώ, με τον χείμαρρο των συναισθημάτων που σου πρόσφερα και σου φάνηκαν τόσο υπερβολικά για τόσο λίγο διάστημα. Μα θυμήσου, το δικό σου χέρι με τράβηξε από τα σκοτάδια μου την πιο δύσκολη στιγμή, το χρώμα της φωνής σου μου έδωσε ελπίδα και η λάμψη του χαμόγελού σου φώτισε τις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου. Κι έτσι σαν αστραπή όπως ήρθες στην ζωή μου, την φώτισες κι ύστερα σαν αστραπή εξαφανίστηκες.
Κι έμεινα εδώ να μην σταματώ να σου λέω κάθε βράδυ “καληνύχτα”, όπως κάποτε μου το ζητούσες, να μην σταματώ να κάνω φανταστικούς διαλόγους στο κεφάλι μου ανάμεσα σε εμένα κι εσένα, να μην σταματώ να σου λέω “ευχαριστώ” για όσα μου πρόσφερες και για το πόσο με εξέλιξες σαν άνθρωπο. Λυπάμαι. Συγνώμη. Ευχαριστώ. Σ’ αγαπώ. Καληνύχτα…
Men’s View – Γιώργος Κ.