Είδα μπροστά μου ένα αγρίμι. Έναν άνθρωπο τόσο κλεισμένο στον κόσμο του, τόσο εγκλωβισμένο στον εαυτό του. Ένα πλάσμα, που ηλίου φαεινότερο ότι διψούσε για αγάπη. Για μια αγάπη που δεν έμαθε να δίνει, μα το χειρότερο; Μήτε να την εισπράττει σωστά. Ένα πλάσμα καχύποπτο, δύσπιστο με εμφανή τραύματα και σημάδια. Πληγές που κανείς δε φρόντισε. Ένας άνθρωπος που έμαθε να είναι μόνος του, νομίζοντας πως αυτό του αξίζει, αλλά κι ότι αυτό επιθυμεί.
Κι έβαλα στην άκρη τις δικές μου πληγές κι ας αιμορραγούσαν ακόμη. Κι έθαψα βαθιά τα δικά μου “θέλω” και κάθε μου ανάγκη, κάνοντας σκοπό της ζωής μου να γιατρέψω εσένα. Έδειξα τόση ανοχή κι αντοχή, που δεν ήξερα ότι είχα και μη γνωρίζοντας αν αξίζει τον κόπο. Έδωσα τόση αγάπη και φροντίδα, σα να επρόκειτο για το παιδί μου. Και άρχισες να πιστεύεις, να αφήνεσαι, να εμπιστεύεσαι… Κι άρχισες να δέχεσαι και να ανταποδίδεις με τους δικούς σου ρυθμούς ωστόσο. Κέρδιζα εσένα κι όλο και περισσότερα, μα δε μου χαρίστηκε τίποτα. Άργησες να καταλάβεις ότι τα άξιζα κι ότι ήμουν το δώρο που περίμενες, αυτό το διαφορετικό που πίστευες πως δεν υπάρχει. Κι ενώ τα ήθελα όλα και γρήγορα, άργησαν πολύ.
Συνεχίζω να θέλω ή ίσως κι όχι όλα αυτά, επειδή κουράστηκα να παλεύω, να αναμένω, να δίνω ώσπου να αδειάσω τελείως. Αν θέλω ακόμη… ένα είναι μάλλον σίγουρο… ότι δεν θέλω τα πάντα, αλλά συγκεκριμένα κι ότι θέλω επίσης να δίνω συγκεκριμένα! Γιατί τελικά δεν πρέπει να αδειάζεις. Γιατί εντέλει δε ξέρω τι νόημα έχει να τα πάρεις σε άλλο χρόνο ή κυρίως με τόσο αγώνα, όσα θεωρούνται αυτονόητα και προπάντων τα δικαιούσαι! Η πραγματική αξία άλλωστε ανεβαίνει με το χρόνο, συνεπώς μπορείς να την πουλήσεις πολύ πιο ακριβά!
Θώμη Μπαλτσαβιά