Κάθομαι μόνη μου στα σκοτεινά, παρέα με ό,τι έχει μείνει από τα πράγματά σου και συλλογίζομαι… Αναρωτιέμαι ακόμη τι νιώθω για σένα. Προσπαθώ να με πείσω για όσα δεν πρέπει το μυαλό να σκέφτεται, για όσα δεν πρέπει να κάνουν την καρδιά να χτυπά δυνατά, για όσα δεν επιτρέπεται να κάνουν το κορμί να φλέγεται. Η ανάμνησή σου μοιάζει μαχαίρι, κόβει την ανάσα μου σαν σε φέρω στο μυαλό. Η θύμησή σου ανεξίτηλη στο χρόνο. Έφυγες και πίσω σου άφησες την πιο θανατηφόρα αίσθηση… προδομένη εμπιστοσύνη…
Είχα αφεθεί… είχα κλείσει τα μάτια και σ’ άφηνα να μας οδηγείς. Μας πήγες πρώτα από δρόμους πρωτόγνωρους, που δεν είχα ξαναβαδίσει! Μαγευτικά τοπία, όπως και τα λόγια σου. Γαλήνιες θάλασσες, όπως τα μάτια σου. Αγέρωχα βουνά, όπως το ανάστημά σου… Τελείωσε κι αυτό το ταξίδι, όπως όλα τα ωραία που κάποτε τελειώνουν. Κι αναρωτιέμαι τι νιώθω, τι απέμεινε… Δεν είναι έρωτας μωρό μου, γιατί κι αυτός θέλει δύο για ν’ ανθίσει. Δεν είναι αγάπη, αφού με αγαπάς μόνο στα λόγια. Δεν είναι στοργή, αφού δεν μπορώ πια να σε φροντίζω. Δεν είναι ψέμα, αφού κάθε κύτταρό μου πονάει ακόμα. Αυτό είναι… Πόνος είναι… πόνος που δεν ξέρω τι να τον κάνω, πού να τον ακουμπήσω για να ελαφρώσει η ψυχή, πού να τον θάψω και η καρδιά να μην τον βρει, πού να τον κρύψω να ξεγελάσω τη μνήμη μου.
Πώς ν’ αντέξω αφού δεν έχω εσένα; Εσένα που όλα τα σηκώναμε μαζί. Γιατί μάτια μου, εκεί ήταν η ουσία, στο “μαζί”. Τώρα ο καθένας μόνος, όσο κι αν παλέψει, βάρος θα μοιάζει και το ψήγμα. Πόνο θα φέρνει κάθε ξένο χάδι, λεπίδα που θα κόβει το κάθε “σ’ αγαπώ”. Ακόμα δεν μπορώ να σε μισήσω γαμώτο…
Κωνσταντία