Πάει τόσος καιρός κι όμως ακόμη θυμάμαι… θυμάμαι την αίσθηση του δέρματός σου πάνω στο δικό μου, τα χείλη σου που έκαιγαν κάθε σπιθαμή μου, τα χέρια σου που ζέσταιναν κάθε εκατοστό μου. Θυμάμαι ακόμη το γέλιο σου που φώτιζε τον κόσμο γύρω μου, το σκανταλιάρικο ύφος σου που έκανε την καρδιά μου να λιώνει, την φωνή σου που ημέρευε θαρρείς όλα μου τα άγρια. Θυμάμαι ακόμη όλες εκείνες τις μικρές κι εκείνες τις μεγάλες στιγμές μας και πάει τόσος καιρός που φοβάμαι τόσο πολύ μην ξεθωριάσουν όλα αυτά μέσα μου!
Πάει τόσος καιρός κι όμως ακόμη θυμάμαι… θυμάμαι κι ας μην το ξέρει κανείς κι ας μην τολμάω να το ξεστομίσω σε κανέναν. Θυμάμαι κι ας διαλέγω να το μοιράζομαι μόνο με τον εαυτό μου, κάτι βράδια που γυρνάω ξέμπαρκος και μόνος. Θυμάμαι κι ας επέλεξα το “χώρια” απ’ το “μαζί” που τόσο… “απλόχερα” μου χάρισες. Είναι που το “μαζί” που είχες στο μυαλό σου, δεν έμοιαζε σε τίποτα με το “μαζί” που ονειρευόμουν κορίτσι μου. Είναι που εγώ τα ήθελα όλα ή τίποτα κι ό,τι σου περίσσευε. Είναι που το “μαζί” που ονειρευόμουν, ήταν κούμπωμα ψυχών κι όχι μόνο κορμιών. Τόσος καιρός μετά κι ακόμη θυμάμαι… και πόσο πονάει γαμώτο να θυμάσαι αυτά που δεν μπορείς πια ν’ αγγίξεις! Γιατί πονάει να ξέρεις πως ήσουν απλά μια βιαστική στάση, για κάποιον που ήταν για σένα ο προορισμός…
Ανδρέας Φ.