Όλοι οι άνθρωποι κρύβουν και μία σκληρή, ακαλλιέργητη, άγρια πλευρά μέσα τους. Και μπορεί να αναδυθεί σε στιγμή μεγάλου πόνου, τότε που η ανωτερότητα και η αρετή και οι υψηλές αξίες υποχωρούν μπροστά στο μένος της ψυχής. Όταν η ψυχή ματώνει, το πηχτό της αίμα λερώνει κάθε επιφάνεια που ακουμπά. Και κάθε ψυχή που μπορεί να ακούσει το ξέσπασμά της.
Απόρησε λέει, που λύγισα και μίλησα τόσο σκληρά, τόσο επιθετικά. Μα δεν ήταν κακία, αλλά πόνος. Ο πόνος της ψυχής μου που σαν ορμητικό ποτάμι καταστρέφει πολιτείες, ισοπεδώνει σπίτια και γκρεμίζει δέντρα. Μη με κοιτάς ήρεμη, γλυκιά, ατάραχη. Όταν με εξωθήσουν, γίνομαι και Μουσολίνι και Θησέας που πιάνει τον Μινώταυρο από τα κέρατα και Αννίβας που βάζει φωτιά και καίει τη Ρώμη. Δεν είμαι θεριό, αλλά αγρίμι πληγωμένο. Τόξο και βέλη με σημάδεψαν στο κορμί μου και τώρα και εγώ τα αφαιρώ από την πληγωμένη μου σάρκα και προσπαθώ να τους τα επιστρέψω.
Ναι, η μεγαλύτερη τιμωρία είναι η συγχώρεση. Αλλά μέχρι να καταλαγιάσει η τρικυμία της ψυχής, πώς να το σκεφτεί αυτό λογικά; Δεν έχει την πολυτέλεια όταν χάνεται, αναζητά νερό να ρίξει στη φλόγα της, από οπουδήποτε και αν το βρει. Δεν με κάνει κακό άνθρωπο το γεγονός ότι ανέδειξα μία σκληρή, πιο άγρια πλευρά μου. Δείχνει στον άλλον ότι δεν υπήρξα ποτέ υποτελής, ποτέ δεν με είχε του χεριού του, όσο και να το πίστευε. Όσο και αν η ζάλη της αγάπης μου είχε προκαλέσει αδυναμία, ποτέ παιχνίδι δεν υπήρξα στα χέρια σου. Ποτέ δεν ήμουν το ανώριμο πλάσμα που θεωρούσες, το άπειρο και το οποιοδήποτε για να προσπερνάς.
Ο πόνος μας φανερώνει πλευρές του εαυτού μας που δεν φανταζόμασταν πως υπάρχουν. Ακόμα και αυτός ο θυμός είναι μία φανέρωση της ευαισθησίας μας. Διότι για να θυμώσουμε και να εκφράζουμε τέτοια ξεσπάσματα, σημαίνει πως αισθανθήκαμε την καρδιά μας ποδοπατημένη, τσαλαπατημένη, βρωμισμένη. Η άγρια πλευρά μας φανερώνει και την αδυναμία μας. Διότι είμαστε άνθρωποι εύθραυστοι και μας διαπέρασε η μαχαιριά από το χέρι κάποιου που λατρέψαμε. Η άγρια πλευρά μου, αυτή που όσο οξύμωρο και αν διαβάζεται, είναι και αυτή απόδειξη της ευαλωτότητας και της ευαισθησίας μου.
Μαρία Σκαμπαρδώνη