Κάτω από την ξερακιανή επιδερμίδα και το καμπουριασμένο της ανάστημα, μπορούσες ακόμα να διακρίνεις εκείνη την κομψή ομορφιά που έκρυβαν επιμελώς οι κακουχίες, συνάμα με τα απομεινάρια της βίαια χαμένης παιδικότητας και αθωότητάς της. Διάδοχος εκείνων που προφανώς δεν έπρεπε να γίνουν γονείς. Είναι από εκείνες τις αδικίες της ζωής που δεν κατεβαίνουν αμάσητες, όσο και να το προσπαθείς. Να χαρίζει παιδιά σε ανθρώπους που δεν το αξίζουν να λέγονται γονείς και να αφήνει εκείνους που εκλιπαρούν για μια ψυχούλα στα σπλάχνα τους, άδειους και συντετριμμένους.
Η Ροδούλα που εξ’ ονόματος, μόνο με ρόδα δεν ήταν σπαρμένη η ζωή της, ούτε σε ροζ συννεφάκια συνήθιζε να ονειρεύεται και να αγναντεύει. Γονείς αλκοολικοί, που η μόνιμη έννοια τους ήταν να βρουν ένα μπουκάλι να πνίξουν τον πόνο και τη καθημερινότητά τους. Στις ώρες ανάγκης, ακόμα και η βενζίνη και το οινόπνευμα έκαναν δουλειά. Τα παιδιά πρώτα έμαθαν να συλλαβίζουν όλα τα είδη των αλκοόλ και τις ποικιλίες τους και έπειτα την αλφαβήτα. Απορίας άξιον πώς κατάφεραν να μεγαλώσουν και να συντηρηθούν αυτά τα τρία αγγελούδια σε ένα σπίτι τρώγλη, γεμάτο με σκουπίδια και ποικιλία κάθε λογής εντόμων και ζωυφίων. Η κακοποίηση είχε απλώσει τα πλοκάμια της σε όλες τις μορφές. Ψυχική, σωματική, αδιαφορία, έλλειψη φροντίδας και βασικών αναγκών, πλήρης και παντελής παραμέληση. Εννοείται ότι η γειτονιά ήξερε και δεν έκανε τίποτα. Ήταν το κοινό μυστικό και το μόνιμο θέμα συζήτησης στο καφενείο της περιοχής.
Εθελοτυφλούσαν συστηματικά, εκτός από κάνα δυο ανθρώπους που άφηναν καμιά τσάντα με τρόφιμα πού και πού κρυφά στην πόρτα, ικανοποιώντας το “εγώ” τους ότι έβαζαν το λιθαράκι τους με κάποιο τρόπο. Οι υπόλοιποι κλεινόντουσαν στα σπίτια τους, αγκαλιά με τη συνείδησή τους, σαν τίποτα να μην είχε συμβεί, μιας και ό,τι διαδραματιζόταν, ήταν έξω από την σφαίρα ασφαλείας τους. Εκείνα τα παιδιά όμως χρειάζονταν δραστικά μέτρα, βοήθεια, υποστήριξη, νοιάξιμο, αγάπη, ζητούσαν απλά κάποιον να ενδιαφερθεί. Εκλιπαρούσαν για κάποιον να τα βγάλει από το βούρκο που ζούσαν. Βασικά έστω να κατανοήσει και να αποδεχτεί την τραγική αυτή κατάσταση. Τα υπόλοιπα θα ερχόντουσαν μόνα τους σιγά σιγά, αρκεί κάποιος να έκανε την αρχή.
Η σωτηρία προσωρινά, τουλάχιστον για τη Ροδούλα, ήρθε όταν το Μιχαλιό την έκλεψε ένα βράδυ με πανσέληνο για να τη σώσει από τη μιζέρια της. Μπάρκαραν με τον αέρα της ελευθερίας και της ελπίδας στη γενέτειρα της μάνας του, στο νησί. Εκείνο το πέτρινο, παραμελημένο σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, που με πολύ κόπο και αγάπη έμελλε να γίνει το σπιτικό τους. Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα, το Μιχαλιό ήταν εξαίσιος τεχνίτης και τον ζητούσαν συνεχώς, όποτε η δουλειά ήταν στα φόρτε της. Η Ροδούλα έμενε πίσω σαν «καλή» σύζυγος και φρόντιζε την οικεία και τα δυο μωρά τους που ήρθαν ταυτόχρονα, για να σφραγίσουν την ευτυχία τους μακριά από όλους και όλα. Απολάμβανε με κάθε τρόπο, την τώρα πια φυσιολογική ζωής της, που για τόσους άλλους ήταν το δεδομένο. Για την ίδια όμως έμοιαζε ακόμα άπιαστο όνειρο, φοβούμενη συνεχώς ότι κάποιος θα την ξυπνήσει και θα ξαναβρεθεί σε εκείνο το γνώριμο εφιάλτη των τόσων χρόνων. Προσπαθούσε να αφεθεί και να απολαύσει, αλλά ο φόβος είχε κουλουριαστεί τόσα χρόνια μέσα της, που όσο και να έστρωνε τον δρόμο με ροδοπέταλα και κάθε λογής λουλούδια, τα γνώριμα αγκάθια αρνιόντουσαν να την εγκαταλείψουν και να την αφήσουν να απολαύσει τη θέα. Ήταν και εκείνα τα νέα από τους δικούς της που κατέφθαναν από καιρό σε καιρό, ξυπνώντας τη θύμηση που προσπαθούσε τόσο να αποφύγει με τη λήθη. Στεναχωριόταν, βούρκωνε, λύγιζε με τις αναμνήσεις και με όλα εκείνα τα “αν” που θα μπορούσε κάποιος να είχε κάνει τότε για να είχαν σωθεί. Πολύ κρίμα.
Λάθος επιλογές, η κακιά η στιγμή, η αδυσώπητη μοίρα, ποιος ξέρει να πει… Το σίγουρο είναι ότι τα βιώματα διεισδύουν στην παιδική ψυχούλα και κουλουριάζονται εκεί, περιμένοντας κάποιον να νοιαστεί, να τα αποδεχτεί και να τα νιώσει. Αν δεν τα πάρει κάποιος αγκαλιά να τα ζεστάνει, θεριεύουν και γίνονται τέρας που πρέπει συνέχεια να μάχεσαι μαζί του. Το γνώριμο είναι εκείνα τα μονοπάτια που έχεις βαδίσει και ξέρεις το δρόμο για να πας. Θέλει πολλά κότσια και σθένος να το δεις και να το συνειδητοποιήσεις, να καταλάβεις την ουσία των πραγμάτων και να πας κόντρα στο ρέμα και να επιλέξεις να πράξεις τα αντίθετα, μπας και γλυτώσεις από την παράσυρση και το αναμενόμενο. Δύσκολη μάχη. Αυτό ήλπιζε να είχε καταφέρει η Ροδούλα…
Φωτιά ξέσπασε στο πατρικό της σπίτι. Οι πυροσβέστες βρήκαν απανθρακωμένα τα πτώματα των γονιών και των αδερφών της. Η αδιαφορία είχε προλάβει να τους θανατώσει πριν από τις φλόγες…
Stella