Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων και στο πατρικό μου όλα έμοιαζαν αλλιώς. Πιο όμορφα, πιο φωτεινά, πιο γιορτινά. Από το πρωί, τα κάλαντα σαν ξυπνητήρι ήχησαν στα αυτιά μου. Τα τρίγωνα στο πιο κάτω διαμέρισμα με έκαναν να ανοίξω τα μάτια μου. Μέσα μου ένιωθα διαφορετικά, ο ενθουσιασμός δεν με άφηνε να ηρεμήσω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και με μια δρασκελιά βρέθηκα στο κρεβάτι του αδερφού μου. “Σήκω, θα πάμε να πούμε τα κάλαντα! Πρέπει να μαζέψουμε λεφτά για τα δώρα της μαμάς και του μπαμπά!”. Με κοίταξε με το νυσταγμένο του ύφος, του τράβηξα το πάπλωμα. Αναγκάστηκε να σηκωθεί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η μαμά μας ετοίμασε το πρωινό μας και μετά μας έντυσε με τα ζεστά μας ρούχα. Ήμουν ενθουσιασμένη και παράλληλα είχα άγχος, πρώτη φορά θα τραγουδούσα μπροστά σε αγνώστους. Ντρεπόμουν λίγο…
Η τελευταία γουλιά από το γάλα μου έφραξε τον λαιμό, στάθηκε εκεί λες και δεν ήθελε να κατέβει για να τραγουδήσω. Η μητέρα μου με κοίταξε γλυκά και με μιας τα ξέχασα όλα! Η πρώτη μας εξόρμηση για τα κάλαντα ξεκίνησε. Πήγαμε σε πολλά σπίτια, τραγουδούσαμε με τον αδερφό μου, περισσότερο εγώ θα έλεγα, αλλά πλέον δεν ντρεπόμουν, είχα συνηθίσει. Το τσαντάκι μου είχε γεμίσει με κέρματα και η χαρά μας ήταν μεγάλη! Τα πρώτα λεφτά που βγάλαμε μόνοι μας! Στην τελευταία πολυκατοικία κάτσαμε στα σκαλοπάτια και μετρήσαμε τα χρήματα, ένα χαμόγελο χαράς σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. Στιγμή δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε κάτι για μας, ούτε μια σοκολάτα. Τρέξαμε γρήγορα για να προλάβουμε τα μαγαζιά. Θέλαμε να πάρουμε ένα καλό δώρο στην μαμά και ένα στον μπαμπά. Κρατούσα τα πακέτα με το χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα και τον κόκκινο φιόγκο και ένιωθα περήφανη! Τώρα πλέον θα είχαμε όλοι από ένα δώρο κάτω από το δέντρο!
Άνδρεα Αρβανιτίδου