Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, δεν είχα δύναμη να το κλείσω, τα τελευταία βράδια δεν κοιμάμαι καλά. Το μόνο που δεν ήθελα ήταν να πάω για δουλειά, αλλά ήξερα ότι αυτό ήταν αδύνατον. Όταν πήγα, η ώρα είχε κολλήσει όπως και το μυαλό μου σε σένα και έπρεπε να φοράω αυτό το ηλίθιο χαμόγελο όλη μέρα. Επιτέλους τελείωσα, πριν πάω σπίτι πέρασα από μια κάβα, πήρα ένα ροζέ κρασί και έφτασα έξω απ’ το σπίτι. Το βήμα μου γίνεται όλο και πιο βαρύ όσο πλησιάζω την πόρτα και νιώθω ένα πνίξιμο στο λαιμό. Το σπίτι μικραίνει συνέχεια, το νιώθω σαν κελί που θέλει να με ρουφήξει. Άνοιξα γρήγορα, πέταξα την τσάντα της δουλειάς στον καναπέ, άνοιξα το κρασί, πήρα δύο ποτήρια και βγήκα στην βεράντα. Κάθισα στο τραπεζάκι που καθόμασταν μαζί, έβαλα το ένα ποτήρι στην μεριά σου και το άλλο στην δική μου.
Σήμερα είναι τα γενέθλιά σου, είναι η πρώτη φορά που τα περνάμε χωριστά και αυτό με πνίγει ακόμα περισσότερο. Το ροζέ κρασί ήταν το αγαπημένο σου, γλυκό, με αρώματα φρούτων. Το έπαιρνα κάθε χρόνο τέτοια μέρα που ήμασταν μαζί, μόνο που τώρα είναι τόσο πικρό στα χείλη μου… Άραγε θα με σκέφτεσαι; Θα σκέφτεσαι όλες αυτές τις στιγμές που ζήσαμε; Τα όνειρα που κάναμε, τις νύχτες που γινόμασταν ένα; Πού είναι όλα αυτά τα “σ’ αγαπώ” σου και τα “πάντα μαζί” που έλεγες; Ακόμα δεν έχω καταλάβει αυτό το “για το καλό σου” που μου είπες πριν φύγεις και χαθείς. Ένα “σ’ αγαπώ” βγήκε απ’ τα χείλη μου, το κρασί τελείωσε όπως και η αγάπη σου. Μόνο το ποτήρι σου έμεινε ακόμα γεμάτο δίπλα μου. Θα ήθελα πολύ να είμαι καλά, αλλά… σ’ αγαπώ ακόμα…
Χρήστος Παναγιωτόπουλος – Men’s view