Τελεία και παύλα, έτσι τελειώνουν οι σχέσεις, έτσι θα έπρεπε να τελειώνουν οι σχέσεις. Γιατί το “χωρίζουμε” (όπως και το “σ’ αγαπώ”) πρέπει να το πεις μόνο αν είσαι σίγουρος. Πρέπει να είσαι βέβαιος πριν το ξεστομίσεις, γιατί οι κουβέντες, είναι σαν τις πέτρες, αν εκτοξευτούν δεν γυρίζουν πίσω. Ακόμη κι αν ζητήσεις συγνώμη, ακόμη κι αν προσπαθήσεις να επανορθώσεις, το σημάδι πάνω στον άλλον θα είναι εμφανές για καιρό. Και δεν είναι μαγαζάκια οι καρδιές, να μπαινοβγαίνεις όποτε σου καπνίσει, δεν είναι παιχνιδάκια οι ψυχές να τους δίνεις σημασία όταν γουστάρεις να παίξεις και μετά να τις αφήνεις στο κουτί τους.
Γιατί ακόμη και σ’ αυτόν τον άνιωθο, σκληρό κόσμο, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να νιώσουν, έχουν το θάρρος να αγαπήσουν, έχουν τη μαγκιά να αφεθούν κι ας ξέρουν πως μπορεί να πληγωθούν. Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι, όσο “ξένοι” και “παράταιροι” κι αν φαίνονται στα μάτια των πολλών. Υπάρχουν και πληγώνονται, υπάρχουν και πονάνε, υπάρχουν και λυγίζουν. Μα όπως έχουν τη δύναμη να δώσουν τα όλα τους κι ας ξέρουν πως μπορεί να πληγωθούν, έτσι έχουν και τη δύναμη να κλειδώσουν ερμητικά την καρδιά τους αν προδοθούν, έτσι έχουν τη δύναμη να μπορούν να αναγεννηθούν απ’ τις στάχτες τους και να προχωρήσουν, αν πληγωθούν.
Κι είσαι κι εσύ, που αρνήθηκες να δεις πόσο αλλιώς ήταν εκείνη, πόσο διαφορετική απ’ το πλήθος. Είσαι κι εσύ, που αρνήθηκες να δεις την αλήθεια που απλόχερα σου χάριζε, την αγάπη που ανιδιοτελώς σου δώριζε. Είσαι κι εσύ που την χειρίστηκες μ’ ένα χιλιοτσαλακωμένο manual, που την χάιδευες με ψεύτικα “σ’ αγαπώ”, που την κοίμιζες σε κρύες αγκαλιές, που την νανούριζες με ανούσια φιλιά. Είσαι κι εσύ που της φέρθηκες σαν να σου χρωστούσε αγάπη, σαν να σου όφειλε λατρεία, σαν να είχε καθήκον να σου χαριστεί ολόκληρη. Κι όταν κάποια στιγμή βαρέθηκες το παιχνιδάκι, αποφάσισες να το βάλεις στο κουτί του. Και την άφησες εκεί, προδομένη, χρησιμοποιημένη, κακοποιημένη ψυχή κι είχες το θράσος να πιστεύεις πως όταν επιστρέψεις, θα έπρεπε να είναι εκεί να σε περιμένει. Μα πόσο λάθος την μέτρησες!
Κι είναι κι εκείνη, που ήξερε μόνο σαν μικρό παιδί ν’ αφήνεται στην αγάπη. Είναι κι εκείνη, που από επιλογή διέφερε απ’ το σωρό, που δεν δίσταζε να αφεθεί κι ας ήξερε πως ζει σ’ έναν κόσμο λύκων. Είναι κι εκείνη, που δεν φοβόταν να εμπιστευτεί και να χαρίσει το φως της κι ας ήξερε πως οι ληστές ψυχών είναι ο κανόνας. Είναι κι εκείνη που νόμιζες για μικρή, ηλίθια κι ευκολόπιστη, επειδή άφησε την καρδιά της στα χέρια σου. Μα δεν σκέφτηκες ποτέ πόση δύναμη ήθελε για να είναι έτσι και πόσο μικρός και φοβισμένος ήσουν εσύ στην πραγματικότητα. Δεν σκέφτηκες πως εκείνη είχε τα κότσια να δώσει τα όλα της, γιατί ήξερε πως ακόμη κι αν της τα κλέψουν, είχε τη μαγκιά να τα φτιάξει απ’ την αρχή…
Κι είσαι κι εσύ, που πέρασες για αδυναμία την αδυναμία που σου έδειξα, που πέρασες για τρωτό σημείο, την αγάπη που σου χάρισα. Κι είμαι κι εγώ που ξέρω ν’ αγαπάω, αλλά ξέρω και να διαγράφω αν προδοθώ. Και τα δύο στο απόλυτο. Μην χτυπάς λοιπόν πόρτες που έκλεισες, γιατί μέσα δεν έμεινε πια κανείς να σου ανοίξει. Μην προσπαθείς να σηκώσεις αυλαίες που έριξες, γιατί ήταν κακοπαιγμένο το θέατρό σου και κατέβηκε η παράσταση. Γιατί είσαι κι εσύ που με μέτρησες λάθος, είμαι κι εγώ που έκλεισα το λογαριασμό μας.
Κική Γιοβανοπούλου