,

Γιατί ο “δολοφόνος” πάντα γυρνά στον τόπο του εγκλήματος…

Σαν να ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου να σταματούν και την αναπνοή μου να κόβεται απότομα. Κι έφτανε μόνο να δω την οθόνη του κινητού μου ν’ αναβοσβήνει και τον αριθμό σου να χορεύει κοιτώντας με θαρρείς κοροϊδευτικά. Έπιασα το τηλέφωνο στα χέρια μου και προσπάθησα να το συνειδητοποιήσω. Εσύ, τόσο καιρό μετά! Ακούμπησα το κινητό στον καναπέ όσο πιο αργά κι αθόρυβα μπορούσα, λες και φοβόμουν μήπως μ’ ακούσεις και καταλάβεις. Άναψα τσιγάρο και φύσηξα με δύναμη τον καπνό στο ταβάνι…


Πόσο καιρό είχα ν’ ακούσω τη φωνή σου; Πόσο καιρό είχα να δω τον αριθμό σου στην οθόνη του κινητού μου; Αυτό τον γαμημένο αριθμό που ενώ είχα από καιρό διαγράψει απ’ τις επαφές μου, μου ήταν ακόμη αδύνατο να διαγράψω απ’ τη μνήμη μου. Κι αυτόν και όλα όσα είχαν να κάνουν με σένα. Πόσος καιρός πάει απ’ την τελευταία φορά; Θυμάσαι; Τέσσερις μήνες και τρεις μέρες. Ακριβώς. Τόσος καιρός έχει περάσει απ’ τη στιγμή του “αντίο”, του “αντίο” που ξεστόμισες κι ένιωσα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται. Ξαφνικά, αναίτια, χωρίς κανένα σημάδι πριν, καμία προειδοποίηση. “Αντίο” μετά από ένα χρόνο, δυο μήνες και οκτώ μέρες. Ακριβώς. Ξαφνικά, χωρίς φωνές, χωρίς διαφωνίες, χωρίς προβλήματα. Στο δικό μου μυαλό ήταν όλα ονειρικά, φαίνεται όμως πως στο δικό σου ο επίλογος γραφόταν από καιρό. Κι όμως δεν είχες πει λέξη, δεν είχες δείξει κανένα δείγμα, καμία δυσαρέσκεια. Ύπουλα κι αθόρυβα δούλευες μέσα σου την τελευταία πράξη του έργου, ενός έργου που με είχες παραμυθιάσει πως δεν θα είχε τέλος.

Βαρέθηκες; Κουράστηκες; Ποιος ξέρει; Στο ξέπνοο “γιατί;” μου, απάντηση καμιά. Δειλός μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ανίκανος να αισθανθείς πως με αφόπλισες και με σκότωσες ενώ ακόμη κοιμόμουν μέσα στα χέρια σου. Αδιάφορος να νιώσεις πως το “επειδή” σου, θα βοηθούσε να επουλώσω τις πληγές μου. Ασήμαντες λεπτομέρειες όλα για σένα. Το βλέμμα σου ψυχρό, η φωνή σου σταθερή, το ύφος σου διεκπεραιωτικό, το βήμα σου αποφασισμένο. Μακριά μου. Ήρθες, έπαιξες, την έκανες. Τόσο απλά…


Κι αφού με πάλευα μερόνυχτα κι αφού με σκότωσα και με ανέστησα αμέτρητες φορές κι αφού κατάφερα να βρω ξανά τα μονοπάτια και τα πατήματά μου, επιστρέφεις; Πώς; Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Να ζητήσεις συγνώμη; Να δεις αν τα κατάφερα; Να ζητήσεις να ξαναπροσπαθήσουμε; Να μου πεις πως λυπάσαι; Δεν μου χρειάζεται τίποτα απ’ αυτά. Όχι πια. Ο “δολοφόνος” λένε γυρνάει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Κάπως έτσι επέστρεψες κι εσύ, μόνο που για κακή σου τύχη, δεν είχες καταφέρει να μ’ αποτελειώσεις κι έχω από καιρό αποχωρήσει. Σε άδειο σπίτι χτυπάς την πόρτα…

Λένα Χρυσάφη


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com