“Να ‘ταν ο κόσμος μαγικός
παράδεισος η πλάση
στου φεγγαριού το τάσι
καφές βαρύς γλυκός…”
Η φωνή της Γαλάνη γέμιζε το δωμάτιο και η Πέπη κοντοστάθηκε για να ακούσει. Έκλεισε τα μάτια της κι έφερε εικόνες μπροστά της. Εικόνες των φίλων που τη συνόδευαν χρόνια τώρα και πότε στα εύκολα, πότε στα δύσκολα, έβαζαν πλάτη ο ένας στον άλλο και προχωρούσαν.
Όσο το τραγούδι έπαιζε οι εικόνες άλλαζαν. Πέρασαν μπροστά της και εκείνοι που έφυγαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όμως το χαμόγελο δεν έσβηνε από το πρόσωπό της. “Όλα καλά!” έλεγε μέσα της και πήγαινε παρακάτω.
Το τραγούδι τέλειωσε κι έπεσαν διαφημίσεις. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε την κούπα με τον καφέ της. Έτσι μισογεμάτη όπως ήταν, την πήρε και βγήκε στο μπαλκόνι. Σιγοψιθύριζε το τραγούδι, μέχρι την ώρα που στο μπαλκόνι βγήκε ο Μπράντο, ο σκύλος της.
-Καλώς το! Βρε Μπράντο, τι ωραίο τραγούδι, ε; Να ‘ταν λέει ο κόσμος μαγικός, λες και δεν είναι, ε; Τι; Να ήταν λίγο πιο πολύ, ε; Αχόρταγοι είμαστε κι οι δυο, μωρέ Μπράντο. Μα να σου πω για τον κόσμο τον μαγικό; Κάτσε να σου πω. Να τώρα εδώ στη λιακάδα να ήταν οι κούπες πέντε έξι, ε; Και να ήταν κι εκείνη η μεγάλη η μπεζ που τη ζηλεύουν τα παιδιά και δεν τους τη δίνω, ε; Να ήταν όλοι εδώ να μαζεύουν ήλιο και να ακούγονται τριγύρω τα γέλια τους. Να ήταν εδώ κι εκείνος που αγαπά τη λιακάδα, να στέκεται στην άκρη της τέντας και να σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό “Έλα εδώ, κοίτα μια λιακάδα” θα έλεγε και θα άπλωνε το χέρι του να με αγκαλιάσει. Ναι, ναι, ρε Μπραντάκο μου και τα σκυλιά τους θα έφερναν να έχεις κι εσύ παρέα. Άντε πάμε μέσα τώρα, φτάνει..
Όλη μέρα σιγοτραγουδούσε το τραγούδι. Κι όταν έπεσε η νύχτα κι επιτέλους έκατσε στον καναπέ, αναστέναξε με παράπονο. “Θα ‘ταν μαγικό να ήσουν εδώ. Θα ‘ταν παράδεισος!”. Ξανάκλεισε τα μάτια και πάλι γέμισε εικόνες το μυαλό της. Οι δυο τους έμειναν αγκαλιά στον καναπέ με δυο κούπες και μια καρώ κουβέρτα. Ως και τα σκυλιά τους κοιμόντουσαν. Κάτι έπαιζε στην τηλεόραση, αλλά ποιος έδινε σημασία… Για μια στιγμή την αγκάλιασε και με το άλλο χέρι της έδειξε έξω από το τζάμι το φεγγάρι στον ουρανό “Κοίτα!” της είπε.
“Στου φεγγαριού το τάσι, καφές βαρύς γλυκός…” σιγοψιθύρισε για μια τελευταία φορά κι αποκοιμήθηκε.
Despina Alice Paulson