Ουρανέ! Τι κι αν έχεις το χρώμα σου και καταλαγιάζουν οι σκέψεις μου και οι φόβοι μου. Τι κι αν η απεραντοσύνη σου, θέτει τον εαυτό μου σε μια συνεχή υπόκλιση, για το μεγαλείο του Πλάστη μας και την Απεραντοσύνη σου συνάμα. Τι κι αν στο βλέμμα μου τόσο ψηλά, χάνει η αίσθηση την κυριαρχία της και πιστεύει πως αγναντεύει ένα βασίλειο που άλλο δεν έχει στη φύση και στον κόσμο της. Τι κι αν χαζεύοντας το ουράνιό σου θόλο λύνεται η γλώσσα της ψυχής και φλυαρεί ασταμάτητα και άδολο το κοίταγμά μου, να εξερευνήσω τα μονοπάτια σου και τα στερεώματά σου. Τι κι αν αντικρίζοντας το δικό σου ουράνιο αγνάντεμα, αναζητώ τον μπαμπούλη μου και τη μανούλα μου, τους φίλους και τις φίλες που έχασα ξαφνικά και αναπάντεχα.
Τι κι αν απελπίζομαι και θέλω να δω, να εντάξω τη ματιά μου σε σένα, στα δικά σου όρια, να νιώσω τη ματιά τους και να αισθανθώ την αύρα τους, έστω και για λίγο. Τι κι αν πάνω σε σένα ψηλά, Ουρανέ μου, θέλω να δείξεις κι εσύ τη δική σου κυριαρχία και να φανεί η παρουσία τους, έστω και αμυδρά, αχνά, αλλά με εκείνο το φως που ΄ναι ξέχωρο και διαλύει κάθε καταχνιά και μουντό χρώμα της υφής σου. Ποτέ δε θα κουραστώ να ζαλίζω τη σκέψη μου και να επανατοποθετώ τις κρίσεις μου, τις θύμησές μου να τις εναποθέτω πάνω σου, στο δικό σου ανάλαφρο θόλο, που όμως πίστεψέ με, έχεις να σου στολίζουν τις αφές σου και τις μετέωρές σου κηλίδες. Κηλίδες αίσθησης και τοποθέτησης, των δικών μας ατόμων, των δικών μας ψυχών που καλλωπίζουν και όχι μόνο το δικό σου υφαντό, ουράνιο, με τα καλούδια των ΑΡΕΤΩΝ ΤΟΥΣ!
Κι εμείς από δω χαμηλά, σηκώνοντας το βλέμμα μας σε σένα, απλά ορίζουμε και καθορίζουμε τον πόνο και το βάσανό μας, απέναντι σε ένα μισεμό, που ποτέ δε θα αποδεχθούμε, απλά θα καλοδεχθούμε κάθε δική τους αέναη και άυλη υφή τους.
Άννα Ζανιδάκη