Η μάνα μου πάντα έβγαζε τη βέρα της για να φτιάξει το ζυμάρι. Δεν ήθελε τίποτα να έχει στα χέρια της, μόνο το ψωμί που έφτιαχνε. Έβαζε δύναμη για να το πλάσει στην αρχή, αλλά στο τέλος με τα δάχτυλα της το χάιδευε σαν μωρό, που το βάζε στη κούνια για να ξεκουραστεί. “Θα το βάζεις σε λίγη ζέστη τον φούρνο, για να φουσκώσει το ψωμί σου!” μου έδινε πάντα απαραίτητη συμβουλή.
Με τα χρόνια κατάλαβα, μετά από πολύ ζύμωμα που είχα ρίξει στη ζωή μου, ότι ο άνθρωπος είναι σαν το ψωμί, θέλει την ζεστασιά του για να φουσκώσει η σάρκα του και για να και γλυκάνει η ψυχή του. Θέλει το χάδι του για να ξεκουραστεί, επειδή πάντα θα πρέπει να συνεχίζει τα δικά του δύσκολα. Σε τρέφει ένας άνθρωπος, αλλά εάν σε χορταίνει ακόμα καλύτερα.
Βάζω το δαχτυλίδι του αδερφού μου τώρα που τελείωσα το ζύμωμα. Επειδή με τις βέρες δεν τα πήγα ποτέ καλά, κατάλαβα ότι τελικά ούτε σε χορταίνει κάποιος. Στη ζεστασιά και στο ζύμωμα είναι τα κορμιά και οι ψυχές που πλάθονται ξανά και ξανά. Εκεί είναι που η ζωή σου δεν είναι τροφή αυτού του κόσμου για να περνάνε οι μέρες. Ζωή αληθινή, σαν ένα ζεστό καρβέλι ψωμί την λες…
Ειρήνη Μουμούρη