,

STARBOARD twenty (20’)

-Τριακοστή έβδομη μέρα ταξίδι σήμερα. Ο καιρός μετά την χθεσινή καταιγίδα έπιασε να φτιάχνει.


-Ίσως καταφέρουμε να φάμε και τίποτα. σκέφτηκε ο καπετάνιος.

-Γύρισε στο χάρτη.


-Κοντεύουμε captain. ακούστηκε ο ύπαρχος

-Ναι ωρέ, ας είναι. απάντησε αυτός

Το βαπόρι μεγάλο, κοντά στους ογδόντα δύο χιλιάδες τόνους, φορτωμένο μέχρι τα μπούνια σιτηρά, μισό στάρι- μισό καλαμπόκι. Το ταξίδι από Μπρισμπαιήν Αυστραλίας προς Ευρώπη. Δυνατό το πλοίο, δυνατοί και οι καιροί κάτω εκεί στον Ινδικό, όπου και πέρασε. Και όμως σήμερα δεν βρίσκεται πουθενά. Μήτε να καθίσει, μήτε να μιλήσει, μήτε να φάει. Μονάχα ο καφές πάει και έρχεται. Ο καπνός από την πίπα του έχει μυρίσει την γέφυρα. Είναι ανήσυχος σήμερα, μα δεν μιλάει. Έχει μέσα του ένα ντέρτι που κρατάει καιρό τώρα, χρόνια δηλαδή… Προσπαθεί να θυμηθεί το πρόσωπό της, το άρωμά της, την τάγια της, την φωνή της… τίποτα από όλα αυτά…

Βγαίνει έξω στην δεξιά βαρδιόλα και κάθεται στη φαγωμένη πολυθρόνα κοιτάζοντας το πέλαγος. Είχε περάσει το Σουέζ, άφησε πίσω το Πορτ Σαιντ και να ’σου στη Μεσόγειο. Είχε εντολή από το γραφείο να σταματήσει για φρέσκα τρόφιμα, φάρμακα και ανταλλακτικά των μηχανών, λίγο έξω από την Βαλέττα στη Μάλτα για λίγες ώρες. Άφηνε την νότια Κρήτη δεξιά του και πορεία προς Μάλτα…

-Πήραμε την θέση μας captain. ακούστηκε ο ανθυποπλοίαρχος. Την έγραψα στον χάρτη.

-Καλά, θα την δω μετά. απάντησε

-Μπα σε καλό μου σήμερα. Τι θα δω μωρέ… ψιθύρισε

Το βαπόρι συνέχιζε την πορεία του προς το έξω αγκυροβόλιο, δεξιά από το λιμάνι της Βαλέττας. Είχε συννεφιά, μα η θάλασσα κάλμαρε στα τρία μποφόρια, τίποτα δηλαδή. Η Μάλτα φάνηκε.

-Half ahead (πρόσω ημιταχώς). διέταξε
-Half ahead captain. ακούστηκε ο ανθυποπλοίαρχος
-Starboard twenty (δεξιά είκοσι μοίρες). διέταξε
-Starboard twenty. επανέλαβε ο ναύτης του τιμονιού

Το βαρύ πλοίο έγειρε από αριστερά για να πάρει την δεξιά στροφή.

-Stop engine. διέταξε εκείνος
-Stop engine captain. ακούστηκε ο ανθυποπλοίαρχος
-Τιμόνι μέσον. διέταξε
-Τιμόνι μέσον. ακούστηκε
-Half astern (ανάποδα ημιταχώς). διέταξε
-Half astern. ακούστηκε

Το βαπόρι έκοψε ταχύτητα και σε λίγο σταμάτησε, έριξε την δεξιά άγκυρα και στάθηκε. Έφυγε και πήγε στην καμπίνα του να φτιαχτεί λιγάκι, σαν να περίμενε κάτι, κάποιον… Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα του. Ήταν ο καμαρότος.

-Captain είναι έξω δυο κυρίες και ζητούν να σας δουν. Η μια λέει πως είναι κόρη σας.
-Ας περάσουν. απάντησε
-Καλώς την, καλώς ήρθες! είπε στη μια και αυτή χάθηκε στην αγκαλιά του
-Μπαμπά μου, μπαμπά μου… 

Καθώς γύρισε και είδε την άλλη, έμεινε παγωμένος. Προσπαθούσε να θυμηθεί, δεν το βάσταγε όμως, δεν πίστευε τι έβλεπε. Ήταν εκείνη. Ολόκληρη, πανέμορφη, ντυμένη με ωραία ρούχα. Πήγε κοντά του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε κλαίγοντας…

Είχαν περάσει χρόνια από τότε που μια μεγάλη αγάπη τους είχε ενώσει. Δυο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες. Ήρθαν όμως οι καιροί που τους διέλυσαν και μοιραία χάθηκαν. Από τότε δεν ξανανταμώσανε ίσα με τώρα, πάνω στο βαπόρι.

-Γύρισα και είμαι εδώ κοντά σου. του είπε με λυγμούς
-Δεν έφυγες ποτέ. της είπε και έδειξε την καρδιά του
-Μπαμπά είσαι καλά; ρώτησε η κόρη του
-Ναι μάτια μου, καλά είμαι…
-Η αδελφή σου, η μητέρα σου, τι κάνουν;
-Όλοι είμαστε μια χαρά τώρα. ακούστηκε η κοπέλα
-Σε λίγες ώρες φεύγουμε για βόρεια Ευρώπη. τους λέει

Πέρασαν στο σαλόνι του και ο καμαρότος έφερε του κόσμου τα κεράσματα.

-Να μείνεις μόνο αφού το θέλεις. της είπε αυτός

Πέρασαν οι ώρες και ήρθε η ώρα να σαλπάρουν και πάλι. Στην καμπίνα του ο καμαρότος τακτοποιούσε την βαλίτσα της. Η λάντζα είχε ξεφορτώσει τα φάρμακα, τα φρέσκα ήταν στην κουζίνα για το ψυγείο και τα ανταλλακτικά σε κάσες κατέβηκαν κάτω στην αποθήκη της μηχανής. Στη βαρδιόλα της γέφυρας χαιρετούσε το παιδί του που έφευγε με την λάντζα για το λιμάνι. Μα γελούσε και έκλαιγε μαζί. Δεν ήταν πια μόνος, εκείνη είχε γυρίσει κοντά του… Το βαπόρι έβαλε μπροστά πάλι, σήκωσε την άγκυρα και ακούστηκε.

-Δεκαπέντε μοίρες δεξιά.
-Πρόσω ολοταχώς.
-Πορεία Γιβραλτάρ.

Γύρισε το τιμόνι και το βαπόρι έτριξε από την ταχύτητα. Δεν τον ένοιαζε πια τίποτα, ούτε καιροί, ούτε φαγητό, ούτε έξοδοι, τίποτα. Ήταν χαρούμενος, έμελλε να γίνει και ευτυχισμένος…

-Σε πειράζει η θάλασσα μάτια μου; της είπε
-Όχι ιδιαίτερα. απάντησε εκείνη
-Ξέρεις, έξω από το Γιβραλτάρ, θα έχουμε καιρό μπροστά στη μάσκα μας. της είπε
-Μαζί δεν θα είμαστε; του είπε και τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της
-Ναι, μαζί, αν θέλει ο Θεός. της αποκρίθηκε.

Είχε γυρίσει λοιπόν, ήταν εκεί, στα χέρια του, στην καρδιά του, στην ψυχή του, ήταν εκεί. Γονάτισε στο εικόνισμα και δακρύζοντας είπε “Σε ευχαριστώ που δεν με ξέχασες…”. Πέρασαν μέρες και το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του προορισμού.

-Και τώρα, της είπε, τι θα κάνεις; Θα κατέβεις ή θα μείνεις;
-Όπου εσύ και εγώ. του είπε και χάθηκε στην αγκαλιά του

Σε αυτήν την αγκαλιά που κάποτε άφησε, σε αυτή την καρδιά που κάποτε κομμάτιασε φεύγοντας. Είχε γυρίσει λοιπόν. Για λίγο ξέχασε πού βρισκόταν. Την άλλη μέρα όρθιος στη γέφυρα, ξεφόρτωτος ακούστηκε.

-Πορεία 290 μοίρες.
-Προορισμός Καναδάς, Μόντρεαλ.

Ένα νέο ταξίδι ξεκινούσε. Και τι με αυτό; Θα περνούσαν τον Ατλαντικό μαζί. Αυτός ήταν ευτυχισμένος, ζούσε το όνειρό του, αυτό που χρόνια ζητούσε και δεν έβρισκε… Το δειλινό τους βρήκε μαζί. Άραγε πόσα δειλινά είχε χάσει; Ούτε που τα θυμόταν πια. Ένα νέο κεφάλαιο είχε αρχίσει.

-Καλό ταξίδι captain…

 

Αναξίμανδρος


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com