,

Αν το τσιγάρο σε σκοτώνει, η αδιαφορία σε αποτελειώνει!

O κούκος από το παλιό ρολόι της γιαγιάς που έχω κληρονομήσει, δηλώνει ότι είναι 21:00. Η ώρα εκείνη που ο εγκέφαλος οφείλει να δώσει εντολή στο σώμα και στο μυαλό να σταματήσει το διαμοιρασμό στους τριγύρω και να τολμήσω να διεκδικήσω λίγο χρόνο και για μένα. Κάποιες φορές υποτάσσεται και ακολουθεί και άλλες φορές τσινά σαν αφηνιασμένο άλογο και συνεχίζει να κάνει του κεφαλιού του.


Τον βλέπω να κάθεται στη καθιερωμένη θέση του τα τελευταία τριάντα χρόνια, στην αριστερή πλευρά του ξεθωριασμένου πια καναπέ, ακριβώς απέναντι από την τηλεόραση, για να έχει την απόλυτη οπτική επαφή, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Τον χαζεύω, είναι τόσο απορροφημένος που δεν με είδε καν. Είναι τόσο προσηλωμένος στη δυστυχία του κουτιού, που έχει ξεχάσει να ζει, να νιώθει, να αισθάνεται. Σαν η δίνη της ενημέρωσης να τον έχει ρουφήξει, αδυνατώντας να νιώσει και να αισθανθεί το τι γίνεται εδώ δίπλα του, στον πραγματικό κόσμο. Συνομιλεί μαζί τους, αντιδικεί, συναισθάνεται, πονάει. Είναι απών! Το σώμα του παρών, το μυαλό και η ψυχή του μας έχουν εγκαταλείψει χρόνια τώρα και ζει μέσα σε μια οθόνη, σε ένα κατά δικό του κόσμο.

Συνεχίζω να τον κοιτάζω. Πώς άλλαξε έτσι! Πώς πέρασαν τα χρόνια! Δεν ήταν έτσι όταν τον παντρεύτηκα. Ντελικανής, γεμάτος ζωή και όρεξη. Προσπάθησα πολλές φορές να τον επαναφέρω, αλλά η φόρα ήταν κατηφορική και ο ανήφορος θέλει κόπο. Πρέπει να μπορείς και να θες να παλέψεις για τα κεκτημένα σου. Θέλει κότσια να ακολουθήσεις τον μη πεπατημένο δρόμο και να μην αφεθείς στη ροή της μάζας και της καθημερινότητας.


Μαζί ξεκινήσαμε, χέρι χέρι, με αγάπη, ελπίδες και όνειρα, στο ίδιο μονοπάτι με κοινό σκοπό. Σε κάποιο παραστράτημα της ζωής, αναγκάστηκα να αλλάξω πορεία, πήρα τη στροφή λίγο δεξιά, δεν ακολούθησε, συνέχισε ευθεία. Του μιλούσα, του εξηγούσα, ήλπιζα να καταλάβει. Ήθελε το γνώριμο, το τετριμμένο, αυτό που είχε μάθει, αυτό που είχε διδαχθεί. Αν η ζωή σε ρίξει στο ρυάκι της γνώσης, οφείλεις να κολυμπήσεις μαζί της, να μάθεις από αυτήν, αλλιώς δεν ξέρεις πού θα σε ξεβράσει. Σήκωσε τα χέρια και αφέθηκε. Ούτε καν σωσίβιο δεν ήθελε να βάλει. Το ρέμα τον παρέσυρε, ενώ εγώ συνέχιζα να παλεύω…

Είναι λίγες μέρες που τα παιδιά έφυγαν από το σπίτι. Η κόρη στο πανεπιστήμιο και ο γιος να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα. Αδυνατώ να διαχειριστώ την τόση ησυχία μες το σπίτι. Φαντάζει νεκρική σιγή. Δεν ακούγεται κιχ, μόνο οι τσακωμοί από τους διαπληκτισμούς στα παράθυρα των εκπομπών.

Μου λείπουν οι φωνές, οι τσακωμοί τους, τα πεταμένα ρούχα, η ακαταστασία που αφήναν πίσω στο διάβα τους, αυτή η αναμπουμπούλα που τώρα συνειδητοποιώ πόσο πολύτιμη ήταν. Και τώρα τι; Ανάβω τσιγάρο, απλώνω τα πόδια πάνω στον τραπεζάκι και αναρωτιέμαι ποιος είναι ο κύριος με τη ριγέ πιτζάμα που έχει στρογγυλοκάτσει στο καναπέ.

-Πάλι τσιγάρο άναψες;
-Συγνώμη κύριε ποιος είστε;

Αν το τσιγάρο σε σκοτώνει, η αδιαφορία σε αποτελειώνει!

Stella

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Αρέσει σε %d bloggers: