Εκείνο το βράδυ έγιναν όλα. Εκείνο το βράδυ που η λαχτάρα μου να σε δω, ήταν πιο πάνω από τη σκέψη να σε ειδοποιήσω. Εκείνο το βράδυ που το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να πέσω στην αγκαλιά σου, να νιώσω τα καυτά φιλιά σου.
Πήρα το πρώτο ταξί που βρήκα κατεβαίνοντας από το αεροδρόμιο, λαχταρώντας τη στιγμή που θα με έβλεπες. Φανταζόμουν την ευχάριστη έκπληξη στα μάτια σου όταν θα μ’ αντίκρυζες αφού δεν με περίμενες, έτσι η προσμονή μου γινόταν όλο και πιο έντονη.
Κατέβηκα γρήγορα από το ταξί και έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας ψάχνοντας «απεγνωσμένα» τα κλειδιά στην τσάντα μου. Άνοιξα γρήγορα, κατευθύνθηκα στο ασανσέρ, αλλά βλέποντας πως είναι στον πέμπτο, δεν άντεχα να περιμένω και έτσι ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά. Μόλις έφτασα λαχανιασμένη έξω από την εξώπορτα, στάθηκα για μισό λεπτό να πάρω μια ανάσα και τότε άκουσα γέλια και μουσικές από το διαμέρισμα, όμως στιγμιαία υπέθεσα πως ήταν η τηλεόραση.
Ξεκλείδωσα και τότε… Τη συνέχεια μπορείτε πολύ εύκολα να την φανταστείτε, εξάλλου το σενάριο είναι χιλιοπαιγμένο.
Μούδιασε όλο μου το κορμί, ένιωθα πως το κεφάλι μου θα εκραγεί, ήθελα να τσιρίξω, όμως το στόμα μου είχε σφραγίσει, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ήθελα να τρέξω, να φύγω από εκεί, όμως τα πόδια μου βαριά, σαν από σίδερο. Τον έβλεπα μπροστά μου να μου μιλάει, όμως δεν άκουγα παρά μόνο ένα βουητό. Δεν ξέρω πώς άλλες γυναίκες καταφέρνουν και βρίσκουν το κουράγιο να τα σπάνε όλα, να βρίζουν, να φωνάζουν, να χτυπούν, εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Στο τέλος δεν ξέρω καν πως βρήκα το κουράγιο να φύγω. Το μόνο που θυμάμαι είναι αυτόν να τρέχει από πίσω μου κι εγώ να μπαίνω στο πρώτο ταξί που βρήκα, θέλοντας να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν.
Αναπάντητες κλήσεις, άπειρα μηνύματα, ζητώντας συγχώρεση, ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία. Λόγια μετάνοιας, λόγια έρωτα, λόγια λόγια… ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ;
Της Σοφίας Β.