Υπάρχει αλήθεια μεγαλύτερο βάσανο για έναν έρωτα απ’ το πώς θα είναι το αύριο που θα έρθει; Υπάρχει μεγαλύτερος φόβος, για το αν το πρωί που θα ξημερώσει, θα χτυπούν το ίδιο οι καρδιές; Υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία, για το αν η επόμενη στιγμή θα αισθάνεται το ίδιο;
Κι έρχονται μικρές ανασφάλειες κι αργά και ύπουλα προσπαθούν να στραγγαλίσουν “μαζί” που έχουν ανάγκη οι ψυχές. Έρχονται και δηλητηριάζουν σκέψεις. Ανάβουν μαζί με τα τσιγάρα που στριμώχνονται σε ξέχειλα τασάκια, καταπίνονται μαζί με πικρά ποτά, εκείνα τα κρύα βράδια που όλα μοιάζουν άδεια και κενά, χωρίς το χέρι που ποθείς ν’ αγγίζει το δικό σου, χωρίς τα χείλη που λατρεύεις να χαϊδεύουν κάθε σπιθαμή του κορμιού σου.
Γιατί σ’ έναν κόσμο γεμάτο με χλιαρά “μαζί”, σ’ έναν κόσμο που ξεστομίζει το “σ’ αγαπώ” από συνήθεια, σ’ έναν κόσμο που ξεπουλάει φτηνά όλα τα όμορφα, πώς να ειπωθεί το “για πάντα”; Κι αν ειπωθεί, πώς να γίνει πιστευτό;
Υπάρχει αλήθεια μεγαλύτερο βάσανο για έναν έρωτα απ’ το πώς θα είναι το αύριο που θα έρθει; Αυτό το “σ’ αγαπώ” που δειλά βγήκε απ’ τα χείλη σου, θα τα τυραννάει κι αύριο το ίδιο; Τα μάτια σου θα λάμπουν κι αύριο όταν με κοιτούν; Αυτή η αγκαλιά που με ζεσταίνει, θα κουμπώνει κι αύριο τέλεια στο κορμί μου;
Κι όσο ο χρόνος κυλάει, το σκοινί που μας ενώνει, θα δένει όλο και πιο γλυκά γύρω μας; Κι όσο αλλάζουν οι εποχές, θα γίνεσαι όλο και πιο δικός μου; Κι όσο περνά ο χρόνος, μ’ όλες τις αλλαγές που θα φέρει μέσα κι έξω μας, θα μ’ αγκαλιάζει το βλέμμα σου το ίδιο ζεστά; Κι όσο οι καρδιές, οι ψυχές, τα σώματα, οδηγούνται στην φθορά, άραγε εσύ, θα μ’ αγαπάς ακόμα;
Της Κικής Γιοβανοπούλου