Για τα παιδικά της χρόνια δεν είχε και πολλά να πει. Δίσταζε κάθε φορά που κάποιος την ρωτούσε. Κλείδωνε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν έβρισκε το κουράγιο να εκφράσει με λέξεις τα συναισθήματά της. Δεν έβρισκε το κουράγιο να εκφράσει τον πόνο για τον χωρισμό των γονιών της.
11 χρόνων ήταν, όταν για πρώτη φορά άκουσε τους γονείς της να μαλώνουν τόσο έντονα. Από εκείνη τη στιγμή οι καυγάδες ήταν καθημερινοί. Ακόμα το σφίξιμο στο στομάχι, της θυμίζει εκείνες τις οδυνηρές στιγμές όταν αγχώνεται. Ο χωρισμός των γονιών της την είχε κάνει ευάλωτη.
Στην εφηβεία πια, είχε προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα. Είχε συνηθίσει τις αλλαγές στον τρόπο ζωής της. Την έλλειψη όμως του πατέρα της δεν μπορούσε να τη συνηθίσει. Τα σαββατοκύριακα ετοίμαζε τον σάκο της για να πάει κοντά του. Την ενοχλούσε που άφηνε το δωμάτιο της, τους φίλους της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς… χρειαζόταν τον πατέρα της. Δεν την ρώτησαν ποτέ τι ήθελε, παρά μόνο άκουγε συνεχώς τη φράση «σ’ αγαπάμε ό,τι και να γίνει».
Και σήμερα έχοντας στο ενεργητικό της πολλές αποτυχημένες σχέσεις, καθώς η δυστυχία είχε αφήσει πάνω της ανεξίτηλα σημάδια, δεν ήταν ικανή να προχωρήσει. Καμία σχέση δεν ήταν η σωστή. Το «εχθρικό περιβάλλον» της νιότης της, σημάδεψε το μέλλον της. Φοβόταν την κατάληξη. Στα μάτια της η σύγκριση με τους γονείς της ήταν αναπόφευκτη. Δεν ήταν ικανή να αγαπήσει, δεν τολμούσε να αγαπηθεί…
Story by Σοφία Β.