Όταν η νύχτα έπεφτε, τριγυρνούσες στο κρεβάτι σου σα κολασμένος. Σα θηρίο ανήμερο, που το μπουζουριάσανε σε ένα τεράστιο κλουβί χωρίς τη θέληση του, ακονίζοντας τα δόντια του σε μια επικείμενη μάχη.
Είχες απειληθεί αμέτρητες φορές στον ξύπνιο σου, από κάποιους που σε ήθελαν αδύναμο και μετέφερες το φόβο σου ακόμα και στον ύπνο σου, προσπαθώντας να εξαλείψεις το κακό. Έκανες λέει συμφωνίες με το διάβολο, και σχέδια εκδίκησης με το νου για αυτούς που σου στέρησαν μερικά από τα όνειρά σου και τα άφησαν στη μέση. Άλλες φορές όμως, τα έβαζες με τον ίδιο σου τον εαυτό, θέλοντας να ξορκίσεις τη μοίρα που σε ακολουθούσε χρόνια χωρίς δισταγμό.
Παρόλα αυτά, είχες διαλέξει μόνος σου το στρατόπεδο που θα ακολουθούσες και η ζωή σου είχε εν μέρει δρομολογηθεί. Το κορμί σου είχε δεχτεί αμέτρητες πληγές, η ψυχή σου ένιωθε το πόνο και το μέσα σου ούρλιαζε σε κάθε κυνήγι επιβίωσης, που θα ‘χες να αντιμετωπίσεις καθημερινά. Το μυαλό σου ήταν πάντα σκοτεινό, θολό και ξέφευγε από καθετί αληθινό που συναντούσες στο διάβα σου. Και ύστερα τι; Τι θα μπορούσες άλλο να κάνεις, αφού το μέσα σου ήταν ήδη νεκρό; Ποια μοίρα να καταδικάσεις και ποιο πεπρωμένο να αποφύγεις αφού οι νύχτες σου ήταν όλες ίδιες! Περνούσαν, ερχόταν και σε έβρισκαν ακόμα μόνο, σε μια γωνιά του κρεβατιού να ζητάς πάλι εκείνη που αγάπησες, παρακαλώντας τη ξανά για μια δεύτερη και τρίτη ευκαιρία που ζητούσες να σου δώσει, λέγοντας και πάλι ψέματα ότι θα απαλλαγείς από το σκοτάδι σου και θα βρεις ξανά το φως.
Δεν ήξερες όμως αγάπη μου, δε σου είχε πει κανείς, ότι εγώ σ’ αγάπησα με τα σκοτάδια σου και τρεφόμουν από τη σάρκα σου για να μπορώ να ζήσω. Δεν ήξερες ότι σε διάλεξα για το μαύρο των ματιών σου, για τη γεμάτη γρατζουνιές ψυχή σου και την ανυπότακτη καρδιά σου. Για εκείνα τα παραμύθια που δε μιλούσαν για πρίγκιπες και άσπρα άλογα, αλλά για φυλακισμένους δράκους που πάλευαν με τη φωτιά. Για εκείνη τη νύχτα που είχες μέσα σου και που τη κουβαλούσες από παιδί, μη μπορώντας να τη ξεφορτωθείς στιγμή.
Η σειρά μου όμως να τη φωτίσω πέρασε. Γνώρισα το μέσα σου σα να ‘ταν δικό μου, ζωγραφίζοντας τις σκέψεις σου σε μια κόλλα λευκό χαρτί, μήπως μπορέσω να τις χρωματίσω αλλά μάταια. Εγώ ζούσα στο φως της μέρας και εσύ συνέχιζες στο σκοτάδι, μένοντας για πάντα ο κακός γιατί έτσι βόλευε στο παραμύθι που άρχισες κάποτε να λες.
Κοτλίτσα Βασιλική
Μία απάντηση στο “Όταν η νύχτα έπεφτε”
Πολύ στοχαστικό, πολύ όμορφο…